ΜΙΑ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΝΗ
ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑ ΜΕ ΠΡΟΔΗΛΟ ΣΤΟΧΟ
ΝΑ ΦΑΝΕΡΩΘΕΙ Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΕΚΑΣΤΟΤΕ
ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ, ΔΕΝ
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΡΥΨΕΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ
ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ
Tι άραγε μπορεί να ωθήσει ή να ελκύσει στην ανάγνωση μιας ιστορίας που συμβαίνει σ΄ ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά, γραμμένης από έναν έμπειρο και καταξιωμένο πεζογράφο όπως ο Μένης Κουμανταρέας; Πιστεύω ότι ο μέσος αναγνώστης της σημερινής πεζογραφίας θα απαντούσε: «Η ενδιαφέρουσα ιστορία και η απροσδόκητη πλοκή της, η αφηγηματική τέχνη, το νοηματικό βάθος, ο αποκαλυπτικός φωτισμός κάποιων πλευρών του σύγχρονου ατομικού ψυχισμού ή της συλλογικής ταυτότητας· αν όχι ο συνδυασμός των παραπάνω, τουλάχιστον κάτι από αυτά, κρινόμενων με μέτρο τις υψηλές προσδοκίες που γεννά το όνομα του συγγραφέα». Δυστυχώς, το βιβλίο Σ΄ ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά διαψεύδει τις οποιεσδήποτε προσδοκίες.

Στη νουβέλα (όπως χαρακτηρίζεται σε σημείωμα του Κουμανταρέα) εκτυλίσσεται μια ιστορία-«παραμύθι» (σ. 10), με εμφανή τα φανταστικά στοιχεία. Ο Στρατηγός, ένας αυταρχικός, άξεστος και σχεδόν ανόητος διοικητής ενός στρατοπέδου, πείθεται από την αρκετά νεώτερη σύζυγό του, τη Στρατηγίνα, μια φιλόδοξη, φαντασιόπληκτη, πονηρή και καταπιεσμένη από τον ίδιο και την ανικανοποίητη σεξουαλικότητά της γυναίκα, να ποζάρει για να γίνει ένα πορτρέτο του, με σκοπό να ενισχυθούν η τωρινή εξουσία και το μελλοντικό κύρος του. Το έργο ανατίθεται από τη Στρατηγίνα σε έναν στρατιώτη και αυτοδίδακτο ζωγράφο, που αποκαλείται από τη γυναίκα Ρώσος, εξαιτίας της φυσιογνωμίας του. Πρόκειται για μια εξιδανικευμένη μορφή καλλιτέχνη που πρόδηλα παραπέμπει στον Ιησού: όχι μόνο σαγηνεύει τους άλλους στρατιώτες με τις κρυφές ιστορίες που διηγείται αλλά και διαθέτει μυστικές δυνάμεις, καθώς το πορτρέτο που ζωγραφίζει με πολύ αργό ρυθμό στη διάρκεια της μέρας συμπληρώνεται μόνο του τις νύχτες. Όταν, ολοκληρώνεται, η απωθητική εικόνα του Στρατηγού ως καρικατούρας της εξουσίας και ιδίως το φόντο του πίνακα, που εικονίζει το κρατητήριο του στρατοπέδου και τους εξεγερμένους έγκλειστους στρατιώτες, εξοργίζουν τον Στρατηγό που κλείνει τον Ρώσο στο κρατητήριο. Αλλά εκείνος και οι φυλακισμένοι σύντροφοί του δραπετεύουν, χάρη στις θαυματουργές ζωγραφιές του που ξεκλειδώνουν πόρτες και αποκοιμίζουν φρουρούς. Εν τέλει όλοι μαζί διαφεύγουν στην πόλη, ενώ τα σημάδια μιας λαϊκής εξέγερσης είναι διάχυτα. Η τύχη του Στρατηγού και της Στρατηγίνας μένει αβέβαιη, με πιθανότερη εκδοχή εκείνη να τον σκότωσε.

Η παραπάνω βασική ιστορία παρουσιάζεται πλαισιωμένη από τα πολύ μεταγενέστερα επεισόδια της αρχικής και των δύο τελικών ενοτήτων της νουβέλας: πολλά χρόνια αργότερα ένας έμπορος τέχνης βρίσκει τυχαία το πεταμένο πορτρέτο του Στρατηγού, θυμάται αμυδρά τις παλιές φήμες γι΄ αυτό, εκτιμά την καλλιτεχνική αξία του και το δίνει στην πινακοθήκη της πόλης. Επίσης πολλά χρόνια μετά, μια απροσδιόριστη ομάδα ανθρώπων επισκέπτεται την πινακοθήκη για να δει μια θεατροποιημένη παρουσίαση των συνθηκών της δημιουργίας του με πρωταγωνίστρια μια γηραιά κυρία που φημολογείται ότι είναι η γυναίκα του Στρατηγού. Η ομάδα των επισκεπτών αναλαμβάνει την αφήγηση της ιστορίας σύμφωνα με όσα διαδίδονται ακόμα γι΄ αυτήν. Γι΄ αυτό το τέλος της χάνεται μέσα στις διάφορες εκδοχές του θρύλου.