Η παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου «Πέρσες», από τα πλέον αντιπολεμικά κείμενα, έγινε αφορμή για πολεμικές σε όλα τα μέτωπα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος
Κύμα απογοήτευσης κάλυψε την πρεμιέρα της πολυσυζητημένης παράστασης του Ντίμιτερ Γκότσεφ «Πέρσες». Όλοι όμως αναγνώρισαν τις ικανότητες και το συγκινητικό δόσιμο των έμπειρων ηθοποιών του κλιμακίου τού Εθνικού. Αυτούς χειροκρότησαν oι θεατές (περίπου 14.000 την Παρασκευή και το Σάββατο), αφήνοντας το γιουχάισμα για τον σκηνοθέτη.

Τι προσέφερε μια παράσταση που υποστηρίχθηκε και αμφισβητήθηκε προτού καν δοθεί; Τι αναμενόταν, τι έγινε και τι ακούστηκε μετά;

Αν και υπήρξαν κάποιοι που έκαναν λόγο για ξεμπλοκάρισμα από τα κλισέ, για απενοχοποίηση του αρχαίου δράματος, για μοντέρνο θέατρο με σκέψη, η γενική αίσθηση, το ηχηρό «ουουου» στο φινάλε που ακούστηκε από το κοίλο για τον σκηνοθέτη και οι επιμέρους συζητήσεις συγκλίνουν σ΄ έναν κοινό παρονομαστή: πως ήταν μια παράσταση με «κόνσεπτ» και πολλή δουλειά, αλλά χωρίς συγκίνηση κι αλήθεια, άψυχη και ψυχρή. Απλωμένη και έξω από την ορχήστρα και πίσω από τη σκηνή και πάνω στο κοίλο, ξεδίπλωσε την ιστορία της ήττας των Περσών από τους Αθηναίους, σκορπίζοντας έναν στρόβιλο ιδεών και πετώντας διαμάντια στη λάσπη.

Στη γυμνή ορχήστρα κυριαρχούσε ένας ψηλός γαλάζιος τοίχος- θάλασσα, που στη συνέχεια περιστράφηκε τόσες πολλές φορές ώστε μείωσε την όποια ένταση του όγκου και της σημειολογίας του. Από τη σκηνή είχε αφαιρεθεί το ξύλινο, προστατευτικό πατάρι, ελευθερώνοντας τα αρχαία ερείπια κι αφήνοντας τον ορίζοντα πίσω τους, ανοιχτό.

«Πόλεμος» ήταν η λέξη- σήμα που έδωσε το εμβόλιμο πρόσωπο (Λένα Κιτσοπούλου) για να αρχίσει η παράσταση. Εφτά αγόρια με μαύρα παντελόνια και χρωματιστά τισέρτ φορεμένα το ένα πάνω στο άλλο μπαίνουν στην ορχήστρα, κοιτούν τον τοίχο, τον παρατηρούν, τον περιστρέφουν και φεύγουν σαν τρομαγμένα. Ύστερα μπαίνουν εφτά κορίτσια με μαύρα παντελόνια, μαύρα τισέρτ πάνω σε λευκά κι ακούγεται ένα μουρμουρητό για τον γυρισμό του βασιλιά τους στην πατρίδα.

Είναι οι Περσίδες, ο γυναικείος Χορός της τραγωδίας με τον οποίο ο σκηνοθέτης αντικατέστησε τον Χορό των Περσών γερόντων. Εξαιρετικά καλοδουλεμένος, τόσο που περίμενες πως θα δικαιώσει την αυθαιρεσία. Αλλά ο Αισχύλος ήξερε καλύτερα! Θα φανεί όταν ρωτήσει «αφελώς» η βασίλισσα (Αμαλία Μουτούση) τι σημαίνει Αθήνα και τι Δημοκρατία- η ερώτηση χρειάζεται απαντήσεις σοφών, με εμπειρία ζωής, αλλιώς είναι κουβεντούλες κοριτσιών, κουτσομπολιό.

Η λιτότητα της όψης, τα σύγχρονα κοστούμια, η εντυπωσιακή κάθοδος της βασίλισσας στην ορχήστρα (κατέβηκε από το πάνω διάζωμα τα σκαλιά του μεσαίου διαδρόμου, φωτισμένη από έναν προβολέα- κανόνι), ακόμα και η είσοδος του ανδρικού Χορού, που δεν ήταν άλλος από τον Αγγελιαφόρο, πολλαπλασιασμένου σε εφτά, δημιουργούσαν μια παράξενη ατμόσφαιρα. Ο λόγος εκφερόταν τονίζοντας την κάθε λέξη με παύσεις ανάμεσά τους. Η χορογραφημένη κίνηση έριχνε κλεφτές ματιές σε ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις. Η ομαδικότητα λειτουργούσε διπλά: προκαλούσε τη μουσική αίσθηση των χορικών και τη μονοτονία που αφαιρούσε κάθε συναίσθημα. Μια εκ προθέσεως βραδύτητα έδινε χρόνο για την αναμονή της δράσης. Ένα θρίλερ θεατρικό ήταν σε εξέλιξη και περίμενες πως κάπου θα πάει, κάτι θα συμβεί, κάτι θα ανατραπεί για να αναστηθεί.

Ώς την επίκληση. Γιατί από εκεί και μετά χάθηκε κάθε ενδιαφέρον κι άρχισε όλο το πράγμα να κατρακυλάει σε εύκολες εξπρεσιονιστικές λύσεις. Η σκηνή της επίκλησης στον Αηδονέα χάθηκε κι άρχισε η διακωμώδηση. Το φάντασμα του Δαρείου (Μηνάς Χατζησάββας) με μια τιράντα στο παντελόνι του και το μισό πουκάμισο απέξω, η επιστροφή του ηττημένου Ξέρξη (Νίκος Καραθάνος), ως ψυχικά διαταραγμένου, η αδιαφορία της βασίλισσας για το βασίλειό της και η μονομανία της για τον γιο της μπήκαν στον σωρό των σκηνικών μεταμοντερνιστικών αντιδράσεων.

Κάπως έτσι χάθηκαν μερικές από τις ωραιότερες στιγμές της παράστασης, όπως αυτή με τη μάνα να προστατεύει τον γιο της κι ο βασιλιάς να βρίσκει αποκούμπι σ΄ αυτήν. Ακόμα και η ιδέα να ειπωθεί ψιθυριστά, φοβισμένα ο παιάνας της νίκης «Ίτε παίδες Ελλήνων», αφού λεγόταν από τους ηττημένους.

Υπερβολικές διακωμωδήσεις, ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις, το διαίρει και βασίλευε στο κείμενο, με αρκετή διάθεση υπεξαίρεσης του Αισχύλου, εξόρισαν τους «Πέρσες» στο περιθώριο ενός ανεπίδοτου, εγκεφαλικού μοντερνισμού

Τα ερωτήματα


Οι διάφορες απόψεις που ακούστηκαν αφορούσαν στα προβλήματα που έχουν προκύψει εδώ και χρόνια στην Επίδαυρο.

Στον όγκο του Αρχαίου Θεάτρου, που αντέχει τα πάντα, υποδέχεται τα πάντα και στο κοίλο που χωράει περισσότερους από δέκα χιλιάδες θεατές. Πόσοι από αυτούς είναι οι «ενημερωμένοι»; Πρέπει να βάζουμε τα προσωπικά μας γούστα και πόσο αυτό είναι πρόοδος;

Μήπως οι απότομες πρωτοπορίες αντιμετωπίζουν το πολυπληθές κοινό σαν τον θηριοδαμαστή στο τσίρκο και μήπως οι αλλαγές πρέπει να προχωράνε σιγά σιγά και να είναι κατανοητές; Άλλωστε, κατά καιρούς έχουμε δει πράγματα που ήταν ωραία, καινούργια και όλοι τα υποδέχτηκαν ζεστά.

Στα άκρα κινήθηκαν και οι απόψεις για τις αντιδράσεις των θεατών.

Στη βαρβαρότητα που ενέχουν οι έντονες διαμαρτυρίες, οι οποίες συνήθως είναι υποβολιμαίες, προετοιμασμένες και απευθύνονται στους ξένους σκηνοθέτες αλλά και στο δικαίωμα του θεατή να διαμαρτύρεται στο τέλος της παράστασης και όχι κατά τη διάρκεια, όπως συνέβη πέρυσι στη «Μήδεια» του Βασίλιεφ.

Μονομαχία στο Εl Εpidaurus


Όταν έσβησαν τα φώτα, ακούστηκε το πρώτο «αίσχος» που ακαριαία πολλαπλασιάστηκε, ενώ ταυτόχρονα πολλά και δυνατά «μπράβο» προσπάθησαν να τα εξουδετερώσουν. Όταν άναψαν τα φώτα κι ο θίασος βγήκε στην ορχήστρα για να υποκλιθεί, η μονομαχία χαλάρωσε χάρη στο συνολικό χειροκρότημα. Επιβράβευση του ήθους του ταλαντούχου θιάσου- Εθνική Ελλάδος- αλλά και κατανόηση για τη θέση του ηθοποιού που οφείλει να υπηρετήσει το σκηνοθετικό όραμα, με κάθε κόστος. Το «μήνυμα» απευθύνθηκε ξεκάθαρα στον σκηνοθέτη, με το μακρόσυρτο «ουουουου» που εισέπραξε όταν εμφανίστηκε στην υπόκλιση.

Ακόμα και κάποιοι επίσημοι από τις πρώτες κερκίδες έκαναν τα χέρια τους χωνί και πρόσθεσαν τη δική τους φωνή στο γενικό γιουχάισμα.