Στις 15 Ιουλίου 1974, ημέρα Δευτέρα, η στρατιωτική χούντα των Αθηνών διέπραξε το πραξικόπημα εναντίον του δημοκρατικά εκλεγμένου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου και Εθνάρχου της Κύπρου Μακαρίου. Πριν ακριβώς από τριάντα πέντε χρόνια. Οι συνέπειες θα διατηρηθούν στους αιώνες. Η Κύπρος κατεστράφη ανεπανόρθωτα.


Το χουντικό πραξικόπημα έφερε την τουρκική εισβολή, μυστικά και επισήμως στις 20 Ιουλίου 1974. Έτσι ήταν προαποφασισμένο, έτσι και έγινε. Δεν φταίει γι΄ αυτό η Κύπρος. Το νησί μου είναι θύμα. Τον ασκό του Αιόλου η Αθήνα τον άνοιξε, η χούντα της Αθήνας.

Η Τουρκία από χρόνια ήθελε να κάνει εισβολή στην Κύπρο και το πραξικόπημα τής έδωσε την ευκαιρία για άμεση δράση. Βεβαίως, η χούντα δεν ειδοποίησε την Τουρκία για τη διενέργεια του πραξικοπήματος. Διότι ο Δημήτριος Ιωαννίδης δεν ήταν ένας συνειδητός προδότης. Ήταν ένας ασυνείδητος προδότης, αφελής και ηλίθιος. Την Τουρκία είχαν ειδοποιήσει οι πάτρωνες της χούντας, οι άνθρωποι του Κίσινγκερ και της CΙΑ. Παραλλήλως, αυτοί διαβεβαίωναν τη χούντα ότι η Τουρκία δεν θα επενέβαινε.

Στην πραγματικότητα η τουρκική εισβολή είχε σταδιακά αρχίσει πριν από το Σάββατο 20 Ιουλίου. Η φανερή προετοιμασία ξεκίνησε από τη στιγμή του πραξικοπήματος. Και τις επόμενες νύκτες, απεβιβάζοντο λίγοι λίγοι. Διότι οι ακτές μας στην Κερύνεια, που διέθεταν ισχυρά οχυρωματικά έργα, ήταν παντελώς αφύλακτες. Η Εθνική Φρουρά βρισκόταν στην άλλη άκρη του νησιού καταδιώκοντας και σκοτώνοντας νομιμόφρονες δημοκρατικούς πολίτες. Την παραμονή άναψαν πυρκαγιές στον Πενταδάκτυλο για την καθοδήγηση των πολεμικών πλοίων. Επίλεκτες ομάδες Τούρκων καταδρομέων είχαν αποβιβασθεί νωρίτερα για αναγνώριση. Συνήθης στους πολέμους είναι αυτή η πρακτική. Δεν πρωτοτυπούσε συνεπώς, εν προκειμένω, η Τουρκία. Το ίδιο, άλλωστε, είχε κάνει και η «Ελλάς» για το πραξικόπημα. Την παραμονή, ημέρα Κυριακή, έστειλε αεροπορικώς στην Κύπρο επίλεκτες μονάδες κρούσεως. Και λίγες μέρες νωρίτερα, πενταμελή ομάδα ειδικών εκτελεστών για να δολοφονήσουν τον Μακάριο. Για έναν από αυτούς ξέρω ότι τρελάθηκε από τις τύψεις του και ζει σ΄ ένα νησί. «Ας με δολοφονούσαν», μου είπε μια μέρα ο Μακάριος. «Έτσι δεν θα έκαναν το πραξικόπημα και θα γλιτώναμε την τουρκική εισβολή». «Δεν φταίνε εκείνοι που δεν σας δολοφόνησαν», του απάντησα, «εσείς φταίτε, που δεν τους διευκολύνατε. Αλλά και πάλιν ο φόνος σας πραξικόπημα θα ήταν, και η Τουρκία θα εισέβαλλε». Ήμασταν καταδικασμένοι. Στις 15 Ιουλίου η Ελλάς επετέθη κατά της Κύπρου και στις 20 Ιουλίου η Τουρκία επετέθη επίσης κατά της Κύπρου. Και όταν λέγω «Ελλάς» είναι σαφές τι εννοώ.

Την Παρασκευή, 5 Ιουλίου 1974, με κάλεσε στο γραφείο του ο Μακάριος. Μου είπε ότι δέχθηκε τηλεφώνημα από τον Σάββα Κωνσταντόπουλο- τον εκδότη του «Ελεύθερου Κόσμου», όλοι τον ξέραμε ότι είχε εξουσιοδότηση από την Εθνική Κυβέρνηση να επικοινωνήσει μαζί του και να καταβληθεί προσπάθεια και από τις δύο πλευρές για εκτόνωση της καταστάσεως, γιατί τα πράγματα είναι δύσκολα και δεν είναι δυνατόν να αφεθούν να χειροτερεύουν. Και ζήτησε από τον Μακάριο να στείλει στην Αθήνα τη μεθεπόμενη ημέρα, Κυριακή, άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, που να ξέρει τα πράγματα και να μπορεί να παίρνει αποφάσεις, με σκοπό να συζητήσουν τα προβλήματα και να βρουν λύσεις. Ο ίδιος θα μιλούσε εκ μέρους της Εθνικής Κυβερνήσεως. Αυτά εν συντομία. Και ο Μακάριος, με το αστείρευτο χιούμορ του και τα πειράγματά του, προσέθεσε: «Και φαντάσου πού καταντήσαμε. Του είπα ότι θα στείλω εσένα! Θα πας το πρωί και θα γυρίσεις το βράδυ».

Συνάντηση στην Αθήνα. Πριν από το μεσημέρι βρέθηκα στο σπίτι του Σάββα Κωνσταντόπουλου, στην περιοχή των Ανακτόρων, τώρα του Προεδρικού Μεγάρου, θυμάμαι. Γνωριζόμασταν από τα φοιτητικά μου χρόνια. Αφού είπαμε τα συνηθισμένα, του υπέβαλα ότι εκείνος ξέρει, βέβαια, ποιον εγώ αντιπροσωπεύω, και μάλιστα δεσμευτικά και τον ρώτησα ποιον ακριβώς και συγκεκριμένα αντιπροσωπεύει εκείνος. Μου είπε ότι αντιπροσωπεύει τον Πρωθυπουργό Ανδρουτσόπουλο. Του είπα ότι δεν θεωρώ έγκυρο και φερέγγυο τον Ανδρουτσόπουλο και του εξήγησα γιατί. Του ανέφερα ότι υπήρχαν και δημοσιεύματα που τον έφεραν ως λογοκλόπο, άρα πώς θα μπορούσα να εμπιστευθώ τον «λόγο» του; Εσημειώθη κάποια ένταση, αδιέξοδο. Ο Σ. Κωνσταντόπουλος μου ζήτησε την άδεια να λείψει για λίγο. Επανήλθε σε μερικά λεπτά. Και μου είπε, σαν πεισματικά κατά κάποιον τρόπο, ότι αντιπροσωπεύει προσωπικά τον Ταξίαρχον Δημήτριον Ιωαννίδη. «Τον… τον…;» ρώτησα. «Ναι, τον, τον Ταξίαρχο Δημήτρη Ιωαννίδη», απάντησε. Και άρχισε ο διάλογος. Στην αρχή μου είπε ότι οι αξιωματικοί, και εννοούσε την Κυβέρνηση, διερωτώνται γιατί αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή τους δημιουργεί προβλήματα και περισπασμούς ο Μακάριος, καθώς εκείνοι είναι έτοιμοι να εφορμήσουν και να απελευθερώσουν την Κωνσταντινούπολη. Όλα είναι έτοιμα, ετόνισε. Μα έτσι τους βοηθά ο Μακάριος, είπα εγώ, διότι με το να θέλει, για άλλους λόγους, να φύγουν αρκετοί Έλληνες αξιωματικοί από την Κύπρο και να γυρίσουν στην Ελλάδα, θα έχει ο ελληνικός στρατός περισσότερους αξιωματικούς για να εκστρατεύσουν επιτυχώς στην Κωνσταντινούπολη. Είπα και άλλα.

Συζητήσαμε όλα τα θέματα που περιείχε η επιστολή Μακαρίου προς Γκιζίκη της 2ας Ιου λίου 1974. Η πλήρης ανταρσία του στρατεύματος από την Κυπριακή Κυβέρνηση, οι ύβρεις κατά Μακαρίου, ότι αποτελεί εμπόδιο στην Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, τα σχέδια δολοφονίας του, το διπρόσωπον έναντι των ενδοκυπριακών συνομιλιών κ.λπ. Συνήθως του αποκαθιστούσα την πραγματικότητα. Και εκείνος κάθε φορά έπεφτε από τα σύννεφα. «Μα μου είπαν άλλα, εγώ άλλα ξέρω», έλεγε ο Κωνσταντόπουλος, και ούτω καθ΄ εξής. Τα πήγαμε καλά. Μια στιγμή μου ζήτησε την άδεια να πάει ξανά μέσα και γύρισε μάλλον γελαστός. Υποψιάστηκα ότι κάποιον ενημέρωσε, ο οποίος ευχαριστήθηκε. Στο τέλος ανασκοπήσαμε τα συζητηθέντα. Μου δήλωσε ότι δεν βλέπει να υπάρχει πρόβλημα, όλα μπορούν να επιλυθούν. Το βράδυ έφθασα στη Λευκωσία και από το αεροδρόμιο επήγα στην Αρχιεπισκοπή. Ενημέρωσα τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Η προοπτική φαινόταν αισιόδοξη. Του άρεσε και το ευφυολόγημα να γυρίσουν οι Έλληνες αξιωματικοί πίσω στην Ελλάδα για να βοηθήσουν να απελευθερωθεί το γρηγορότερο η Κωνσταντινούπολη. Και αναρωτήθηκε: «Είναι στα καλά τους αυτοί οι άνθρωποι; Θα έχουμε νέο 1922 με αυτούς», είπε.

Την Τρίτη, 9 Ιουλίου, με ζήτησε στο τηλέφωνο ο Σάββας Κωνσταντόπουλος από την Αθήνα. Μου είπε ότι έκανε τις αναγκαίες συναντήσεις, γενικά συμφωνούν, αλλ΄ υπάρχει ανάγκη για ορισμένες διευκρινίσεις. Και θα έπρεπε για τούτο να έλθει στη Λευκωσία την επόμενη μέρα, Τετάρτη. Τον συνέδεσα με τον Μακάριο για να τα πει και απευθείας. Την Τετάρτη το βράδυ τον υποδέχθηκα στο αεροδρόμιο. Και από εκεί, κατευθείαν στο Προεδρικό. Άρχισε αμέσως συνομιλίες με τον Μακάριο. Εγώ είπα να τους αφήσω μόνους, ο Μακάριος είπε «όχι» και μου ζήτησε και έμεινα. Ακολούθησε δείπνο στον κήπο του Προεδρικού.

Όλα ήταν ψέμματα. Την επόμενη μέρα, Πέμπτη, ο Σ. Κωνσταντόπουλος έφυγε για την Αθήνα. Το Σάββατο μου τηλεφωνεί και μου λέει ότι έγινε πολιτική σύσκεψη και δέχθηκαν όλα τα συζητηθέντα και κατ΄ αρχήν συμφωνηθέντα. Τα πράγματα βαίνουν καλώς. Τη Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974, θα επραγματοποιείτο, μου είπε, νέα σύσκεψη, πολιτικοστρατιωτική, στο υπουργείο Εθνικής Αμύνης, με τον Δημήτριο Ιωαννίδη, για συζήτηση του όλου προβλήματος, αλλ΄ ουσιαστικά για επικύρωση της συμφωνίας.

Η πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη στο Πεντάγωνο θα άρχιζε στις 8.00 το πρωί, μου είπε. Στις 8.20 το Προεδρικό Μέγαρο εδέχετο τα πυρά του πραξικοπήματος από κανόνια, τανκς, όλμους, μυδράλια κ.λπ.

Την Πέμπτη, 18 Ιουλίου 1974, δέχθηκα τηλεφώνημα από τον δημοσιογράφο Ανδρέα Καγκελάρη από την Αθήνα. Μου διεβίβαζε μήνυμα και συμβουλή του Σάββα Κωνσταντόπουλου να συνεργασθώ με τη νέα κατάσταση πραγμάτων, γιατί, είπε, ήμουν εθνικό κεφάλαιο και άλλα παρόμοια. Του είπα ότι η ζωή μου και η τύχη μου είναι συνυφασμένες με τον Μακάριο. Τίποτα άλλο. Στη Λευκωσία με συνέλαβαν οι πραξικοπηματίες και βρέθηκα ελεύθερος την ημέρα της τουρκικής εισβολής. Αργότερα έμαθα ότι εσκόπευαν να με σκοτώσουν.

Οι δύο υπαίτιοι


Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Ο «θεραπευτής» που ήθελε να βάλει και την Κύπρο στον γύψο

Oι παρακινήσεις των ξένων κακοποιών έβρισκαν πρόσφορο έδαφος και στην πρώτη χούντα με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και στη δεύτερη χούντα με τον Δημήτρη Ιωαννίδη, που καταδυνάστευσαν την Ελλάδα από το 1967 έως το 1974. Και εξηγούμαι: Αμέσως μετά το χουντικό πραξικόπημα, ο Πρόεδρος Μακάριος «πάγωσε» τις σχέσεις του με την Αθήνα. Ουδεμία επαφή. Σε τέσσερις περίπου μήνες ο ισχυρός ανήρ Παπαδόπουλος, ύστερα από απροκάλυπτες συνεχείς δημόσιες απειλές κατά της Κύπρου, ήλθε στη Λευκωσία για να επισκοπήσει τα πράγματα και να «ψυχολογήσει» τον Μακάριο. Του εξήγησε λεπτομερώς ότι η Ελλάς διολίσθαινε προς τον κομμουνισμό, ότι ήταν ασθενής και χρειαζόταν θεραπεία, γι΄ αυτό και την έβαλε στον γύψο. Ο Μακάριος του απάντησε ότι ήταν απαράδεκτη η κατάλυση της δημοκρατίας μέσα στην ίδια την κοιτίδα της, που τη γέννησε, ότι η «θεραπεία» ήταν χειρότερη από την ασθένεια και ότι ο ίδιος φύσει και θέσει ήταν υπέρ της δημοκρατίας και κατά της δικτατορίας. Κατέληξε ότι αναγκαστικά θα συνεργαστεί μαζί τους ως Πρόεδρος αλλ΄ ουδέποτε θα γίνει φίλος τους, ουδέποτε θα είναι ο άνθρωπός τους. Αμέσως μετά τη δίωρη περίπου συζήτησή τους- και ήσαν μόνοι οι δυο τους- ο Μακάριος με κάλεσε στο γραφείο του και μου ιστόρησε τα διαμειφθέντα, με όλη τη «φρεσκάδα», όπως θα έλεγε ο φίλος μου Οδυσσέας Ελύτης, της νωπής αμεσότητας.

Δ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Ζητούσε να σφαγιασθούν οι Τουρκοκύπριοι

Oεπόμενος δικτάτωρ Ιωαννίδης στις αρχές της ανεξαρτησίας της Κύπρου έτυχε να υπηρετεί στην ΕΛΔΥΚ. Μέσω του φίλου του Νίκου Σαμψών ζήτησε μυστική συνάντηση νύκτα με τον Πρόεδρο Μακάριο για πολύ σοβαρό θέμα. Ο Μακάριος τους δέχθηκε στην Αρχιεπισκοπή. Ο Ιωαννίδης του εισηγήθηκε το σχέδιό του. Μέσα σε μια νύκτα να σφάξουν όλους τους Τουρκοκυπρίους. Και επειδή δεν θα υπάρχουν Τουρκοκύπριοι, είπε, η Τουρκία θα παύσει να ενδιαφέρεται και να επεμβαίνει στην Κύπρο. Ο Μακάριος τον ρώτησε εάν είναι τρελός και τους έδιωξε. Ήταν αυτό ένα από τα λάθη του Μακαρίου. Να ρωτήσει έναν τρελό αν είναι τρελός. Αλλ΄ αυτό δεν του κατελογίσθη ακόμα ως λάθος από τους νεόκοπους ιστοριογράφους, ομοϊδεάτες συνήθως του Ιωαννίδη. Αλλ΄ ο Ιωαννίδης, ως τρελός, έδωσε την απάντησή του στις 15 Ιουλίου 1974, με το πραξικόπημα. Την ημέρα εκείνη ζητούσε από τον Σαμψών, τον οποίο διόρισε «Πρόεδρο», το κεφάλι του Μακαρίου «επί πίνακι», ως άλλος Ηρώδης.

Η εισβολή


Το πρωινό εκείνο στις 20 Ιουλίου 1974, πριν βγει ο ήλιος, οι ουρανοί της Κύπρου γέμισαν με Τούρκους αλεξιπτωτιστές. Και οι χουντικοί αξιωματικοί στην Κύπρο απαγόρευαν στους φαντάρους να τους πυροβολήσουν, με την απειλή άμεσου τουφεκισμού τους.

Όταν έπεσαν χιλιάδες αλεξιπτωτιστές στην πεδιάδα της Μεσαορίας και όταν από τα πολεμικά αποβατικά πλοία της Τουρκίας βγήκαν τανκς, κανόνια, αυτοκίνητα και στρατεύματα πολλά, τότε έδωσαν από την Αθήνα εντολή για αντίσταση. Αλλά ήταν πλέον αργά. Οι Τούρκοι είχαν παγιώσει τις θέσεις τους.

Πώς έφυγε από το Προεδρικό Μέγαρο


Ήμουν με τον Εθνάρχη Μακάριο και δεχόμασταν τα Ελληνόπουλα του Καΐρου εκείνη την ώρα μέσα στο σαλόνι του Προεδρικού.

Τελικά πείσαμε τον Μακάριο να φύγει από το βαλλόμενο Προεδρικό Μέγαρο. Ήμουν μαζί του στη στιγμή της φυγής. Δέχτηκε και έφυγε χωρίς καλημαύχι, χωρίς επανωκαλήμαυχο, χωρίς το μαύρο εξωτερικό ράσο, χωρίς ράβδο. Η σκηνή δεν περιγράφεται. Ο Μακάριος κατέφυγε στο Μοναστήρι του Κύκκου στο όρος Τρόοδος, ύστερα στην Πάφο και την επομένη στο εξωτερικό.

Ο Μακάριος δοκός στο μάτι της χούντας


Απόπειρες για πραξικοπήματα από τη χούντα και από την ΕΟΚΑ Β΄ και τον παράφρονα αρχηγό της Γεώργιο Γρίβα είχαν γίνει αρκετές στην Κύπρο. Και δολοφονικές απόπειρες κατά του Μακαρίου, οργανωμένες κυρίως από τον μανιακό Γρίβα, μόνο του ή σε συνεργασία με τη χούντα, επίσης πολλές. Οργανωμένο από κοινού πραξικόπημα της χούντας του Γ. Παπαδόπουλου και της ΕΟΚΑ Β΄ του Γ. Γρίβα είχε ετοιμασθεί τον Φεβρουάριο του 1972. Ο Μακάριος το επληροφορήθη εγκαίρως. Διακόσιες χιλιάδες λαού έζωσαν την Αρχιεπισκοπή και το απεσόβησαν.

Η Τουρκία, καταλλήλως ειδοποιημένη, ετοιμάσθηκε. Και όταν το πραξικόπημα εματαιώθη- έτσι νομίζαμε, αλλ΄ απλώς ανεβλήθη όπως κατετέθη και κατά τις δίκες των βασανιστών μετά τη μεταπολίτευση- η Τουρκία ζήτησε και έλαβε από την Αμερική τις δαπάνες της ετοιμασίας εισβολής της που θα ακολουθούσε το πραξικόπημα. Αυτό το έχουμε ως πληροφορία, χωρίς μέχρι τώρα αποδεικτικό έγγραφο. Λέγω μέχρι τώρα, διότι όλες οι πληροφορίες μας περί της εμπλοκής της Αμερικής κατά κανόνα συνεχώς επιβεβαιώνο- νται με επίσημα έγγραφά της.

Υπάρχει σε πολλούς ένα ερώτημα: Γνωστή ήταν η στάση της χούντας, η οποία ήθελε να δουλώσει στο άρμα της την Κύπρο. Γιατί ο Μακάριος δεν έλαβε μέτρα να αντιμετωπίσει τυχόν πραξικόπημα;

Μερικά, όσα δυνατά, μέτρα υπήρχαν.

Αλλά τα πραξικοπήματα, ως έργα του σκότους, γίνονται τη νύκτα. Το δικό μας πραξικόπημα έγινε ημέρα, λίγο μετά τις 8.00 το πρωί, όταν οι επαγρυπνούντες είχαν αποσυρθεί ύστερα από μια δύσκολη νύχτα. Ακόμη κάτι: Εκτός από τα σύνδρομα προσωπικού μίσους των δύο αρχιχουνταίων εναντίον του Μακαρίου, υπήρχε κάτι γενικότερο και σοβαρότερο.

Αυτός ο ίδιος ο Μακάριος ήταν δοκός στο μάτι της χούντας. Είχε δημοκρατία στην Κύπρο, με εκλογές, με ελευθερίες, με ανθρώπινα δικαιώματα. Ακόμη και τους παρ΄ ολίγον δολοφόνους του κατά την απόπειρα εναντίον του, με ελικόπτερο τον Μάρτιο του 1970, συγχώρησε και αποφυλάκισε.

Επίσης, διωκόμενοι από την Ελλάδα, στην Κύπρο κατέφευγαν. Θυμάμαι τις απειλές και τους εκβιασμούς εναντίον μας. Μια μέρα με φώναξε ο Μακάριος: Η Μελίνα Μερκούρη σχεδίαζε επίσκεψη στην Κύπρο. Η Αθήνα προειδοποίησε:

Αν πάει η Μελίνα στην Κύπρο, τότε όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί θα αποχωρήσουν, θα διαλυθεί η Εθνική Φρουρά και η Τουρκία θα καταλάβει αμέσως την Κύπρο. Το υπονοούμενο είναι ότι θα έκαναν και καμιά προβοκάτσια. Και άρχισα να τηλεφωνώ σε διάφορες χώρες και να αφήνω παντού μηνύματα, να βρουν τη Μελίνα και να της πουν να μην έλθει στην Κύπρο.

Η Τουρκία ζήτησε και έλαβε από την Αμερική τις δαπάνες για την ετοιμασία εισβολής της που θα ακολουθούσε το πραξικόπημα