Η ΓΝΩΣΤΗ ΡΗΣΗ «ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗ
ΓΡΑΦΟΥΝ ΟΙ ΝΙΚΗΤΕΣ» ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΔΥΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΣΦΑΛΜΑΤΑ: ΟΤΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΟΤΙ ΟΙ ΝΙΚΗΤΕΣ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΟΙ ΙΔΙΟΙ. ΘΑ ΗΤΑΝ ΠΙΟ ΣΩΣΤΟ ΝΑ ΛΕΜΕ «ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΝ ΞΑΝΑΓΡΑΦΟΥΝ
ΟΙ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΝΙΚΗΤΕΣ»
Η δεκαετία του 1940, ενώ καθόρισε την ιστορική διαδρομή της μεταπολεμικής Ελλάδας και τη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας για αρκετές δεκαετίες, ουσιαστικά μόνο τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει αποτελέσει το αντικείμενο συστηματικής επιστημονικής έρευνας. Μέχρι τότε, δηλαδή από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες έως και τη δεκαετία του 1970, κυριαρχούσε (όχι στην έρευνα η οποία ήταν ανύπαρκτη αλλά στη δημόσια σφαίρα και τον επίσημο λόγο) η άποψη των νικητών του Εμφυλίου: η θεωρία των «τριών γύρων», ο «συμμοριτοπόλεμος», το «ξενοκίνητο» ΚΚΕ, η ιδεολογία του «κονσερβοκουτιού». Η Αριστερά, η ηττημένη πλευρά του Εμφυλίου, υποχρεώθηκε σε περιορισμούς και διωγμούς, στη σιωπή και την αυτολογοκρισία. Η περίπτωση της Ελλάδας, παρά τις όποιες ιδιαιτερότητες, δεν διέφερε από την υπόλοιπη Ευρώπη. Όπως σωστά επισημαίνουν οι δύο επιμελητές στην εισαγωγή του τόμου, στην Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου κυριάρχησε ο λόγος των νικητών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος παράλληλα αντανακλούσε τον χαρακτήρα των μεταπολεμικών συστημάτων στη φιλελεύθερη Δυτική και τη σοσιαλιστική Ανατολική Ευρώπη. Η επιβολή του ιστορικού λόγου και της μνήμης των νικητών συνδυαζόταν με την απονομιμοποίηση των ηττημένων. Η κατάσταση στην (Δυτική τουλάχιστον) Ευρώπη άρχισε να αλλάζει σταδιακά τη δεκαετία του 1970 και μετά το 1989 ήρθε η πλήρης ανατροπή, εγκαινιάζοντας πραγματικά την εποχή της σύγχυσης. Ο Χάγκεν Φλάισερ στο πρόσφατο βιβλίο του Οι πόλεμοι της μνήμης εξέτασε όλο το καλειδοσκόπιο των ανατροπών και το ξαναγράψιμο της ιστορίας: αποκατάσταση φασιστών και συνεργατών των Ναζί, εξομοίωση ναζισμού και κομμουνισμού, μετατροπή των θυτών σε θύματα κ.λπ.

Στην Ελλάδα ο κυρίαρχος λόγος των νικητών του Εμφυλίου για τη δεκαετία του 1940 υπονομεύθηκε πρώτα πολιτικά (λόγω της Μεταπολίτευσης) και στη συνέχεια επιστημονικά. Μία σειρά επιστημονικών μελετών για την Κατοχή και την Αντίσταση τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 αποκατέστησαν τα ιστορικά γεγονότα, άσκησαν κριτική σε ιδεολογικές διαστρεβλώσεις, βασίζονταν σε πλούσια αρχειακή τεκμηρίωση, υιοθέτησαν νέες προσεγγίσεις και άνοιξαν νέα ερευνητικά πεδία. Εκείνες οι μελέτες αποτέλεσαν το υπόβαθρο για την έκρηξη του ενδιαφέροντος για την ιστορία της Κατοχής και του Εμφυλίου που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Νέοι ιστορικοί, πληθώρα μελετών, νέες θε ματικές, συνέδρια εστίασαν σε αυτή την επίμαχη δεκαετία. Ταυτόχρονα εμφανίστηκαν και σοβαρές διαφορές στην ερμηνεία των γεγονότων της δεκαετίας του 1940, με συνέπεια πολλές φορές να προκληθούν διαμάχες. Τα άρθρα που περιλαμβάνει αυτός ο τόμος αποτυπώνουν πολύ καλά αυτές τις εξελίξεις και εγείρουν το γενικότερο ερώτημα, πώς ξαναγράφεται η Ιστορία. Το παράδειγμα της ιστοριογραφίας της δεκαετίας του 1940 μας δείχνει ότι αυτό μπορεί να συμβεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η αμφισβήτηση του κυρίαρχου ιστορικού λόγου και της ιστορικής ερμηνείας που τον συνοδεύει. Ο δεύτερος τρόπος σχετίζεται με τη διεύρυνση ή αλλαγή του ιστοριογραφικού παραδείγματος μέσα από την ανάδυση νέων ερευνητικών πεδίων, την έγερση νέων ερωτημάτων, την υιοθέτηση νέων μεθόδων ή εργαλείων.

Αμφισβήτηση

Ο λόγος των κυρίαρχων δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου παρήγαγε και τα αντίστοιχα νομιμοποιητικά ερμηνευτικά πλαίσια στο πεδίο της Ιστορίας, τα οποία στη συνέχεια έγιναν αντικείμενο αμφισβήτησης με βάση τόσο νέες αρχειακές διαθεσιμότητες όσο και, κυρίως, την υιοθέτηση νέων ερμηνειών. Αυτό είναι εμφανές στα άρθρα του τόμου που εξετάζουν τη διεθνή βιβλιογραφία για τη δεκαετία του 1940 στην Ελλάδα. Ο Γιάννης Ιατρίδης, για παράδειγμα, εξετάζει τη μετάβαση από την παραδοσιακή στην αναθεωρητική ερμηνεία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου μέσα από την αγγλόφωνη ιστοριογραφία. Η παραδοσιακή ερμηνεία κυριάρχησε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και υποστήριζε ότι ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος (όπως και ο Ψυχρός Πόλεμος γενικότερα) προκλήθηκε από την επεκτατική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία χρησιμοποίησε το ΚΚΕ για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της. Η ερμηνεία αυτή αμφισβητήθηκε έντονα τη δεκαετία του 1980, όταν οι ιστορικοί τόνισαν αφενός την επιφυλακτικότητα του Στάλιν απέναντι στον Δημοκρατικό Στρατό και αφετέρου την επιθετική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, οι οποίες ήθελαν να εδραιώσουν την επιρροή τους στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Μια παρόμοια διαδρομή, από την αντικομμουνιστική, ψυχροπολεμική προσέγγιση στην κριτική αναθεώρηση, διαπιστώνεται και στην περίπτωση της γερμανικής βιβλιογραφίας, που παρουσιάζει ο Στράτος Δορδανάς. Η βιβλιογραφία των πρώην κομμουνιστικών χωρών εμπίπτει στο σχήμα κυριαρχίας- αμφισβήτησης, με μια σημαντική διαφορά: η ιστοριογραφία ποτέ δεν αποδεσμεύθηκε από τον εθνικισμό. Αυτή η τελευταία διάσταση είναι έντονη και διαρκής στη γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία που παρουσιάζουν ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης και ο Κωνσταντίνος Κατσάνος (παρότι δημιουργείται η εντύπωση ότι οι Γιουγκοσλάβοι ιστορικοί περιορίστηκαν στο ζήτημα των Σλαβομακεδόνων). Η διαφορά στην ιστοριογραφία πριν και μετά το 1989 είναι πιο εντυπωσιακή στην περίπτωση της Βουλγαρίας, που εξετάζει ο Τάσος Χατζηαναστασίου, όταν τον πατριωτικό αντιφασισμό διαδέχτηκε ένας, συχνά απροκάλυπτος, εθνικιστικός λόγος για τη βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.

Στον τόμο, δυστυχώς, δεν υπάρχει συνολική διαπραγμάτευση της ελληνικής βιβλιογραφίας για να αποκτήσει ο αναγνώστης σφαιρική εικόνα της εξέλιξης της ιστοριογραφίας από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα. Αυτό γίνεται μόνο για δύο επιμέρους θέματα, την πεζογραφία ( Μαρία Νικολοπούλου ) και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ( Ντέιβιντ Κλόουζ ). Το άρθρο του Κλόουζ είναι μια πολύ χρήσιμη επισκόπηση και συνάμα μια ουσιαστική διαπραγμάτευση της πλούσιας βιβλιογραφικής παραγωγής για τον Εμφύλιο των τελευταίων δεκαετιών.

Ο Π. Βόγλης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας