Έγραφα για το θλιβερό σύμπτωμα της προβοκατόρικης και άκρως φασιστικής επίθεσης σε καθετί που ώς τώρα ονομάζουμε ελευθερία της έκφρασης, δημόσιο ήθος και όρια (έστω ελαστικά)

της πολιτικής κριτικής μέσω της τέχνης
Στις «Ιδέες» του Σαββάτου ανίχνευα τους λόγους που κατέστησαν ευνούχο έναν ολόκληρο λαό (γιατί στην Επίδαυρο δεν ταξιδεύουν μόνο οι ακραιφνείς θεατρόφιλοι, οι ειδικοί και οι μανικοί του Θεάτρου, αλλά, όπως στην αρχαιότητα- απόδειξη το μέγεθος του οικοδομήματος- σύμπας ο λαός). Το κοινό που γέμισε την Επίδαυρο με την πεπλανημένη, ύπουλη υπόσχεση ότι θα απολαύσει Αριστοφάνη (καλής ή κακής παραστασιακής μοίρας, αδιάφορο) ήταν τόσο ώστε χωρούσε σε αριθμό θεατών εξήντα υπερπλήρη θέατρα τύπου «Πειραιώς 260», αναλογία ένα ταξί με τέσσερα πούλμαν. Και απορούσα ποιος, πότε και πώς αλλοτρίωσε το γούστο ενός κοινού που πριν από σαράντα χρόνια άκουγε Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, έβλεπε Κουν και Μινωτή, απολάμβανε τις έξι λαϊκές ζωγραφιές με σκηνικά Μόραλη και χορογραφία Ραλλούς Μάνου, διάβαζε την τριλογία του Βασιλικού, αποθέωνε τον Γιάννη Χρήστου σε έργα όπως «Η κυρία με τη Στρυχνίνη», έβλεπε την «Αναπαράσταση» του Αγγελόπουλου.

Κι αν κάποια κέντρα γνωστά και μη εξαιρετέα γελοιοποίησαν, απαξίωσαν και ταπείνωσαν όλες τις αξίες του ευρωπαϊκού (αφήστε του νεοελληνικού) πολιτισμού, ποιος τάχα είναι ο σκοπός ενός Εθνικού Θεάτρου που ίδρυσε και υπηρετεί επί 55 χρόνια έναν θεσμό όπως τα Επιδαύρια; Γιατί είναι ηλίθιο και αφελές να νομίζουμε ότι οι παραστάσεις τραγωδίας και κωμωδίας στην Επίδαυρο είναι φυγή προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Νέος ελληνικός, σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός είναι πλάι και παράλληλος με τα ευρωπαϊκά ρεύματα. Ποιητές σύγχρονοι, συνθέτες, ζωγράφοι, χορογράφοι, χειριστές του σύγχρονου προφορικού λόγου, ηθοποιοί και με ευρωπαϊκές σπουδές σκηνοθέτες, προσέγγιζαν και ερμήνευαν με μοντέρνα και σύγχρονα αισθητικά επιχειρήματα τον Νουν και το Ήθος των αρχαίων κειμένων στο μέτρο που μας ΑΦΟΡΑ. Και ο καταστατικός σκοπός, ο λόγος ύπαρξης ενός Εθνικού Θεάτρου είναι να διασώζει, να ερμηνεύει, να προστατεύει και να βελτιώνει με τα κατάλληλα σύγχρονα αισθητικά και πνευματικά κριτήρια τις πτυχές του νεοελληνικού πολιτισμού, ενώ θα προβάλει συνάμα και τα αισθητικά ρεύματα του θεάτρου στον κόσμο.

Οι νεοελληνικές εκδοχές ερμηνείας του αρχαίου δράματος, ιδιαίτερα στην Επίδαυρο (περίπου 400 παραστάσεις για τα 44 διασωθέντα δράματα), άλλοτε πέτυχαν, άλλοτε απέτυχαν και άλλοτε απέτυχαν παταγωδώς. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν αναγνώριζε κανείς μια συνειδητή και συστηματική απόπειρα να διασυρθούν, να εξευτελιστούν και να γελοιοποιηθούν. Και αυτό το σύμπτωμα φέτος έγινε σκοπός και πράξη όχι από κάποιον τυχάρπαστο, αγράμματο, ανίδεο ξυλοσχίστη. Έγινε από ταλαντούχο ηθοποιό, φιλόλογο, με θύραθεν παιδεία. Δεν του ξέφυγε, δεν του χάλασε στον δρόμο η συνταγή, δεν παρεξήγησε ή δεν υπερτίμησε τα μέσα του και τα εργαλεία του. Όχι, βάσει καθορισμένου σχεδίου, με ορατή και δεδηλωμένη στρατηγική πήρε το πλέον φιλολογικό και περισπούδαστο σατιρικό και πολιτικό κείμενο, αποθέωση της δημοκρατίας των ιδεών, τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη, όπου το ιδεολογικό αίτημα είναι ποιος ο σκοπός του θεάτρου, ποιος ο σκοπός της πολιτικής κριτικής, ποιος οφείλει να είναι ο ρόλος και η λειτουργία του πνευματικού ηγέτη μέσα σε μια συγκεχυμένη κυρίως εποχή και το μετέτρεψε σε μια δημόσια και φαντασμαγορική διαπόμπευση, μια χυδαία παρενδυτική μασκαράτα, έναν αισθητικό αχταρμά, όπου η ποίηση έγινε στιχάκια του κάρου. Το σκώμμα και η ιερή, λαϊκή βωμολοχία, καλιαρντά δημοσίων λουτρών, ο ΑΓΩΝ, η ύψιστη λειτουργία της ουσίας της Δημοκρατίας, η ισηγορία, ο διάλογος, η ζύμωση ιδεών μέσα από την αντιπαράθεση επιχειρημάτων και την επίκληση αξιών έγινε ποδοσφαιρικό ντέρμπι με συμπεριφορές χούλιγκαν, συνθήματα των τριόδων, το έξοχο χορικό των Μυστών (ένα από τα λυρικά κατορθώματα του Αριστοφάνη που υποχρέωσε τους αρχαίους σχολιαστές να τον συγκρίνουν με τη Σαπφώ!) συνοδεύτηκε με παρωδία υμνολογίας που ευτέλιζε το «Αι γενεαί πάσαι». Όταν, ανόητε, το επιχείρησε ο Κουν το 1959 με τον ορθόδοξο ιερέα, δεν έθιξε την ποίηση, αλλά το λαϊκό δρώμενο και τον λαϊκό παπά. Καταλαβαίνεις τη διαφορά;

Οι δάσκαλοι που διακόνησαν την αριστοφανική αναβίωση, ο Σολομός, ο Ευαγγελάτος, ο Μπάκας, ο Βολανάκης, άλλοτε εύστοχα, άλλοτε άστοχα, προσπάθησαν να βρουν αναλογίες (πράγμα που έκαναν και οι μεταφραστές), γιατί χωρίς αναλογίες, ιδιαίτερα ο Αριστοφάνης, δεν γίνεται σήμερα κατανοητός (αλήθεια πώς θα κατέβαιναν ύστερα από 2.000 χρόνια στο τότε κοινό εκφράσεις όπως «Άντε, ρε, Κοσκωτά», «Η φούσκα του Χρηματιστηρίου», «οι μίζες της Ζίμενς» «τα ομόλογα» κ.λπ.;). Η αναλογία σε όλα τα επίπεδα (λέξη, ήχος, όψη, κίνηση, μέλος) έχει όρια, ώστε να μην αλλοιωθεί ούτε ο στόχος της κριτικής του ποιητή ούτε το ήθος ούτε η διάνοια, αλλά ούτε και το αισθητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι τύποι, οι συμπεριφορές και τα κίνητρα φαίνονται και σατιρίζονται.

Οι μεγάλοι δάσκαλοι και οι ερμηνευτές τους κι όταν έφθαναν σε άστοχες υπερβολές, ακόμη και υπερβάσεις, σέβονταν, τουλάχιστον φαινόταν η αγωνία τους να σεβαστούν, τον πρόγονο του παγκόσμιου κωμικού θεάτρου. Και περισσότερο οι λαϊκοί δημιουργοί, ο Νέζερ, ο Ζερβός, ο Ηλιόπουλος, ο Καρακατσάνης, ο Βέγγος, ο Βουτσάς, η Καλουτά, ο Σωτήρης Μουστάκας και από τους νεώτερους οι εγκρατείς του λαϊκού κώδικα Μιχαλακόπουλος, Φιλιππίδης, Αρμένης, Λαζάνης, Μοσχίδης, Παρτσαλάκης, Χαλκιάς, Χαραλαμπόπουλος κ.ά. Όλοι αυτοί για τον πεφυσιωμένο διάνο της Επιδαύριας ξεφτίλας είναι νεκροθάφτες του Αριστοφάνη και νεκροί. Αγνοεί πιθανόν ότι ακόμη και ο Λίνος Καρζής, που στην εποχή του κατηγορήθηκε για μουσειακές παραστάσεις, όταν ανέβασε τη «Λυσιστράτη» επιστράτευσε, ναι, ναι, τη Γεωργία Βασιλειάδου και την Σαπφώ Νοταρά. Νεκροθάφτης και ο Χατζιδάκις που έκανε λαϊκό σουξέ τον «Μύθο» της «Λυσιστράτης» και νεκροθάφτης ο Μούτσιος, ο Σακκάς και η Μούσχουρη, που τον τραγούδησαν στην Επίδαυρο!!

Ποια ήταν η «ζωντάνια» που έφερε στην Επίδαυρο ο ορκοπάτης φιλόλογος; Έφερε τον θλιβερό συγγραφέα εαυτό του, ως θεατρικό λαμόγιο παραπλάνησε το κοινό και μάλιστα το ανίδεο, το παραπλανημένο ήδη από την Αννίτα Πάνια, το απαίδευτο, το έρμαιο στην τηλεοπτική σαλαμούρα ότι θα δει Αριστοφάνη και του πλασάρισε το δικό του ανέμπνευστο, σαχλό, της πλάκας σενάριο που μόνο στις σχολικές παραστάσεις των αριστοκρατικών κολεγίων στις χριστουγεννιάτικες γιορτές συναντάς, διανθισμένο με γκέι ιδιόλεκτα των παρόδων της Ομόνοιας και της Κουμουνδούρου. Έφερε στην Επίδαυρο τον χαρισματικό σόουμαν Μαρίνο, τον έπεισε πως η αρχαία ορχήστρα είναι πίστα και τον εξέθεσε ανεπανόρθωτα βάζοντάς τον να ανοιγοκλείνει το στόμα του, γιατί τα στιχάκια ήταν πλέι μπακ και το μηχάνημα τον πρόδωσε, αφήνοντάς τον να κάνει σαν χάχας το χρυσόψαρο στη γυάλα.

ΙΝFΟ

Οι «Βάτρα- Χ» θα παιχτούν αύριο στο Γκάζι, στις 27 Ιουλίου στη Σάμο, την 1η Αυγούστου στην Πάτρα και στις 4 Αυγούστου στη Σπάρτη.

Προβοκατόρικη υπονόμευση του ήθους


Αγαπητοί αναγνώστες, το έγραψα και το Σάββατο, ο χαβαλές της Επιδαύρου, εξόδοις σου, δεν έχει να κάνει ούτε με τη θεατρική ιστορία, την παράδοση της αριστοφανικής ερμηνείας, με την αισθητική και τα ρέστα. Είναι μια ηθελημένη προβοκατόρικη υπονόμευση του όποιου δημόσιου ήθους και της πολιτικής του πολιτισμού. Σε μια εποχή εξαχρείωσης του δημόσιου βίου, απαξίωσης της πολιτικής και διάλυσης του κοινωνικού ιστού, θα περίμενε κανείς το θέατρο μέσω του μεγαλοφυούς Αριστοφάνη να αποτελεί εστία Αντίστασης. Δυστυχώς έγινε κερκόπορτα για να αλωθεί ό,τι απέμεινε, από την καφρίλα, τον χουλιγκανισμό και την ξετσιπωσιά. Όσο για την κ. Γουλιώτη, αν νομίζει ότι διασώθηκε, ας ξαναδιαβάσει τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν».

Πλέι μπακ και τα άγια τοις κυσί


Έφερε ο ορκοπάτης φιλόλογος στην Επίδαυρο την κυρία Ματσούκα για να εξευτελίσει τη θεατρολογική επιστήμη και τους Έλληνες θεατρολόγους, βάζοντάς την να ψελλίζει ηλιθιότητες θεωρητικές, τις οποίες βέβαια τις έγραφε στα παλιά του τα παπούτσια, προφανώς γιατί ανήκουν στην ιστορία του αριστοφανικού νεκροταφείου. Θεατρολογικές καταθέσεις που μας προίκισαν ο Σολομός, ο Χουρμουζιάδης, ο Λιγνάδης, ο Σηφάκης, ο Κακριδής, για να μείνω στους Έλληνες.

Εξευτέλισε τη θεατρολόγο υπάλληλο του Εθνικού κ. Σαραγά, που επιμελήθηκε το πρόγραμμα με αποσπάσματα θεωρητικών Ελλήνων και ξένων, στα οποία μάλιστα στο περιθώριο κάποιος (;) είχε σημειώσει ως σπασίκλας (!)

τους χαρακτηρισμούς «SΟS», «SΟSΑΡΑ», για να τις φτύσει λέξη προς λέξη, φράση προς φράση και παράγραφο προς παράγραφο στο τσαντίρι που έστησε στην αρχαία Θυμέλη. Χρησιμοποίησε το γνωστό πλέι μπακ από τους «Όρνιθες» των Κουν, Τσαρούχη, Χατζιδάκι, Ρώτα, Νικολούδη (των «νεκροθαπτών» του Αριστοφάνη!) με Χορό αποτελούμενο από κλώνους μεταμφιεσμένους της μετριότητάς μου, Χορό που κουνούσε τάχα το δάχτυλο για να ζητήσει τον λόγο («ποιος, ποιος, ποιος είναι αυτός που σας εκάλεσε»), από ποιον άραγε που παρέδωσε τα άγια τοις κυσί!! (Εκείνο που προσωπικά με θλίβει είναι πως Λιγνάδης, Μαρμαρινός, Καραζήσης και Ρήγας, Αποστόλου ταυτίστηκαν σε γούστο και εμπνεύσεις αναφερόμενοι στο πρόσωπό μου, προφανώς ως πρύτανη των νεκρών και των νεκροταφείων).