Η ΝΕΟΛΑΙΑ ΠΟΥ ΤΟ 1968 ΒΓΗΚΕ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΟΥ
ΠΑΡΙΣΙΟΥ, ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ, ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ, ΤΟΥ ΣΑΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΕΤΡΕΨΕ ΚΑΠΟΙΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ, ΑΛΛΑ
ΙΣΩΣ ΓΙ΄ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΝΑ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΙΝΗΜΑ
ΣΤΟΝ 20όΑΙΩΝΑ ΠΟΥ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕ ΤΗΝ ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ
ΩΣ ΒΑΣΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΤΟΥ: ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ 1968
ΗΤΑΝ Η ΕΚΡΗΞΗ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ
Eάν το 1968 οι νέοι σε παγκόσμια κλίμακα συντονίζονταν σε μια πρωτόγνωρη εξέγερση και γιορτή, στα χρόνια που ακολούθησαν οι δρόμοι τους χώρισαν. Στα βιβλία που έγραψαν αποτύπωσαν την επίδραση των ιδεών και των πρακτικών του κινήματος στην κοινωνία και τον τρόπο με τον οποίο άλλαξαν τη ζωή τους. Μέσα από μυθιστορήματα, μαρτυρίες, αυτοβιογραφίες που έγραψαν στις προηγούμενες δεκαετίες οι συγγραφείς επιδίωξαν να ξανασκεφτούν και να αποτιμήσουν την εμπειρία μιας γενιάς και ενός κινήματος τα οποία επηρέασαν τη σύγχρονη κοινωνία σε κάθε της έκφανση: από τη μουσική και την εκπαίδευση μέχρι τη σεξουαλικότητα και την πολιτική.

Από τα αμφιθέατρα στα εργοστάσια

Στους εργατικούς αγώνες που ξεσπούν μετά το ΄68 σημαντικό ρόλο παίζουν και εκείνοι οι νέοι που μετά τον Μάη επιδιώκουν να μεταφέρουν τον ριζοσπαστισμό από τα φοιτητικά αμφιθέατρα στα εργοστάσια, εκεί που θεωρητικά βρισκόταν το υποκείμενο της επανάστασης.

Ένας από αυτούς ήταν ο Ρομπέρ Λινάρ και καταθέτει την εμπειρία του στο Αυτός που ήρθε απ΄ έξω (εκδ. Στοχαστής, 1982), που γενικότερα θεωρείται ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα βιβλία του κινήματος του ΄68. Πριν καλά καλά καταλαγιάσει ο Μάης του ΄68, τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς πιάνει δουλειά στην αλυσίδα παραγωγής του εργοστασίου της Σιτροέν στη Ζαβέλ, γίνεται όπως λεγόταν τότε «εγκατεστημένος». Χειρωνακτική δουλειά δίπλα σε Γάλλους και μετανάστες εργάτες, η μονοτονία της επαναληπτικής εργασίας, η χρονομέτρηση των κινήσεων, η επιτήρηση του εργοδηγού, η προσμονή του διαλείμματος, και, τέλος, η σύγκρουση. Η απόφαση της εταιρείας να αυξήσει τις ώρες εργασίας θα προκαλέσει την απόφαση για απεργία. Ο «εγκατεστημένος» θα προσπαθήσει να επεκτείνει την απεργία σε όλο το εργοστάσιο αλλά δεν θα τα καταφέρει. Η αποκατάσταση της «τάξης» στη Σιτροέν και ο πρωταγωνιστικός ρόλος του στην απεργία θα σημάνουν ταυτόχρονα και την απόλυσή του. Ο Λινάρ αναζητούσε τη συνάντηση των διανοουμένων με την εργατική τάξη, η οποία, σύμφωνα με τον Λένιν, θα μπορούσε να προκαλέσει την επαναστατική έκρηξη. Μια συνάντηση που έγινε το 1917 και δεν επρόκειτο να επαναληφθεί…

Ο Νάνι Μπαλεστρίνι στο μυθιστόρημα Τα θέλουμε όλα (εκδ. Στοχαστής, 1979) μιλά για την ίδια συνάντηση αλλά από διαφορετική αφετηρία. Στο επίκεντρο της αφήγησης είναι ένας νέος που ξεκινά από τον ιταλικό Νότο, ένας ανειδίκευτος εργάτης που αλλάζει πόλεις και δουλειές αναζητώντας καλύτερη τύχη- τσακωμοί με τα αφεντικά, απόλυση, ανεργία, νέα δουλειά. Η καμπή στη ζωή και την εργασιακή εμπειρία θα είναι η πρόσληψή του στο εργοστάσιο της Φίατ στο Τορίνο το 1969. Εκεί θα συναντήσει τους φοιτητές που έξω από το εργοστάσιο μοιράζουν προκηρύξεις, θα γνωρίσει τους εξαντλητικούς ρυθμούς που επιβάλλει η αλυσίδα συναρμολόγησης, την απρόσωπη εργασία στη μεγάλη βιομηχανία, και εν τέλει την απεργιακή έκρηξη. Οι εργατικοί αγώνες στα εργοστάσια της Φίατ εκείνα τα χρόνια αντανακλούν τις αλλαγές που φέρνει το ΄68 στους εργασιακούς χώρους. Η μεγάλη μάζα των ανειδίκευτων νέων εργατών κάτω από την επίδραση των ριζοσπαστικών ιδεών του ΄68 υιοθετεί νέες πρακτικές και συμπεριφορές: αμφισβήτηση της εργασιακής ιεραρχίας, αμφισβήτηση των επίσημων συνδικάτων, «άγριες» απεργίες, αυθόρμητες διαδηλώσεις μέσα στους χώρους δουλειάς, στάσεις εργασίας κατά τμήματα παραγωγής, αιματηρές συγκρούσεις με τους απεργοσπάστες και την αστυνομία που επεκτείνονται από το εργοστάσιο στην πόλη. «Πάνω στα οδοφράγματα», γράφει ο Μπαλεστρίνι, «υπήρχαν κόκκινες σημαίες και σ΄ ένα απ΄ αυτά υπήρχε ένα πλακάτ που έγραφε: Τι θέλουμε; Όλα». Ο ίδιος ο συγγραφέας θα ακολουθήσει την πορεία ενός σημαντικού τμήματος του ιταλικού κινήματος. Τη μαρτυρία του για τον μακρύ ιταλικό «Μάη» (που φτάνει μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970) την καταθέτει σε μια μυθιστορηματική, χειμαρρώδη αφήγηση χωρίς σημεία στίξης, η οποία φέρει τον τίτλο Οι Αόρατοι (εκδ. Βιβλιοπέλαγος, 2005). Οι «αόρατοι» είναι η γενιά όλων αυτών των νέων που εμφανίστηκαν δυναμικά στο προσκήνιο στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 για να συνθλιβούν κάτω από το βάρος των προσδοκιών και των λαθών τους στη δεκαετία του 1970. Εργατικοί αγώνες, πολιτικός ριζοσπαστισμός, ένοπλες οργανώσεις, κρατική καταστολή, φυλακή: μέσα από τη δαιδαλώδη αφήγηση του Μπαλεστρίνι εξιστορείται η αυτοκαταστροφική πορεία του πιο μακροχρόνιου «Μάη» στην Ευρώπη. Ο δρόμος των όπλων

Σ το βιβλίο του Το χιόνι καίει (εκδ. Θεωρία, 1984) ο Ρεζί Ντεμπραί αντλεί από την εμπειρία του με τον Τσε Γκεβάρα για να συνθέσει ένα μυθιστόρημα για το αντάρτικο στη Λατινική Αμερική. Ένα αντάρτικο όμως στο οποίο ο συλλογικός στόχος σταδιακά χάνεται για να μείνει η προσωπική δικαίωση. Στο βιβλίο παρακολουθούμε τη διαδρομή μιας ομάδας επαγγελματιών επαναστατών μετά τον θάνατο του Τσε. Από την Κούβα όπου εκπαιδεύονται, πηγαίνουν στη Χιλή του Αλιέντε με στόχο να περάσουν στη Βολιβία για να οργανώσουν το αντάρτικο- τη Βολιβία όπου δολοφονήθηκε το 1967 ο Γκεβάρα. Στη διαδρομή αυτή ο αφηγητής, ένας Γάλλος (που μπορεί να είναι και ο ίδιος ο Ντεμπραί), εγκαταλείπει τους συντρόφους του θεωρώντας το αντάρτικο μάταιη υπόθεση. Η υπόλοιπη ομάδα περνά στη Βολιβία αλλά πριν προλάβει να δράσει αποδεκατίζεται από την αστυνομία. Σώζεται μόνο μια γυναίκα, η οποία θέλει να συνεχίσει την ένοπλη δράση για να εκδικηθεί τον θάνατο του άντρα της και του παιδιού που απέβαλε κατά τη διάρκεια της συμπλοκής. Η γυναίκα ιδιοποιείται τη βία του αντάρτικου και εκτελεί έναν Βολιβιανό αξιωματικό ασφαλείας, ο οποίος ήταν επικεφαλής της επιχείρησης κατά των ανταρτών. Το αντάρτικο φαντάζει αδιέξοδο και καταδικασμένο, το μοναδικό κίνητρο πλέον που έχει απομείνει είναι το καθαρά προσωπικό. Η βία δεν λυτρώνει αλλά αποτελεί έναν τρόπο να γυρίσει οριστικά κάποιος την πλάτη του στο παρελθόν, να εξοφλήσει το χρέος στους ανθρώπους με τους οποίους μοιράστηκε εκείνο το παρελθόν.

Μια διαφορετική διαδρομή αφηγείται στην αυτοβιογραφία του Πώς άρχισαν όλα (εκδ. Ελεύθερος Τύπος, 1986) ο Μπόμυ Μπάουμαν. Γεννημένος στο Ανατολικό Βερολίνο μεταναστεύει στο Δυτικό Βερολίνο σε μικρή ηλικία, όπου μεγαλώνει στις φτωχογειτονιές και γίνεται οικοδόμος. Η νεανική του εξέγερση ενάντια στον συντηρητισμό της γερμανικής κοινωνίας συμπίπτει με την εξάπλωση του φοιτητικού κινήματος και σημαδεύεται από την απόπειρα δολοφονίας κατά του ηγέτη του Ρούντι Ντούτσκε. Κάποια στιγμή διαβαίνει την κρίσιμη, διαχωριστική γραμμή και ακολουθεί τον δρόμο του αντάρτικου πόλης, για να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του ως παράνομος και καταζητούμενος. Το βιβλίο του γράφεται και εκδίδεται όσο ήταν στην παρανομία και όταν πλέον βλέπει κριτικά το ζήτημα της βίας. Γράφοντας για την σκληρή πραγματικότητα και τη μοναξιά της παρανομίας απομυθοποιεί το αντάρτικο πόλης και καταδεικνύει ότι ο δρόμος των όπλων προκάλεσε την απομόνωσή του όχι μόνο από την κοινωνία γενικά αλλά και από το ίδιο το κίνημα από το οποίο προήλθε.

info

Εκδηλώσεις «Μέρες ΄68»

● Κινηματογραφικό αφιέρωμα, Ολύμπιον, Θεσσαλονίκη, 5 – 14 Μαΐου 2008 ● Σύγχρονη εικαστική έκθεση: «Revolution Ι love you», Αποθήκη Β1, Λιμάνι Θεσσαλονίκης, 5 Μαΐου- 14 Ιουνίου 2008 ● Διεθνές ιστορικό συνέδριο, «Τα χρόνια της ουτοπίας: Κοινωνικά κινήματα και θεωρητικές αναζητήσεις σαράντα χρόνια μετά το 1968», 4 Ιουνίου, Θεσσαλονίκη, Αποθήκη Β1 και 5- 7 Ιουνίου, Αθήνα, κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών.