Την 7η Αυγούστου 1876 ο πολυεκατομμυριούχος έμπορος, χρυσοθήρας και ερασιτέχνης αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν έφθασε στις «Πολύχρυσες Μυκήνες» αποφασισμένος να βρει τους τάφους του Αγαμέμνονα και της συνοδείας του, που είχε «δει» ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα π.Χ.

Αρχαιολόγοι και ειδήμονες της εποχής του πίστευαν ότι δεν υπήρξε Αγαμέμνων και ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια ήταν προϊόντα φαντασίας.

Τον περίμεναν πέντε ασύλητοι βασιλικοί τάφοι γεμάτοι χιλιάδες χρυσά ευρήματα. Στον πέμπτο βρήκε μια χρυσή προσωπίδα γενειοφόρου άνδρα με λεπτή ελληνική μύτη. Κάτω από τη μάσκα διατεινόταν πως «είδε» για μερικά δευτερόλεπτα τη μορφή του Αγαμέμνονα, όπως νόμιζε. Ο νεκρός ήταν σκεπασμένος με χρυσό επιστήθιο, είχε πλάι του σπαθιά με χρυσές λαβές και θήκες αλλά και 11 χάλκινα, λόγχη και πολεμικό πέλεκυ. Ο Σλήμαν αγνοούσε τότε ότι οι νεκροί με τα 14,6 κιλά χρυσού ήταν 400 χρόνια παλαιότεροι από την εποχή των ομηρικών ηρώων του. Ο Αγαμέμνων αποδείχθηκε χίμαιρα. Ανακάλυψε όμως έναν άγνωστο μέχρι τότε πολιτισμό, τον μυκηναϊκό…