Το «Όνορ» της Τζοάνας Μάρεϊ-Σμιθ δεν είναι άγνωστο στο αθηναϊκό κοινό
Παίχτηκε πριν από λίγα χρόνια στο θέατρο «Άλμα», με σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου, από μια ταλαντούχα ομάδα ηθοποιών. Και να, τώρα ξαναπαίζεται στο «Θέατρο της Άνοιξης» από το «Θέατρο Εργαστήρι» με σκηνοθέτη τον Νίκο Αρμάο. Και είναι όχι απλά μια νέα παράσταση, αλλά και μια άλλη επίσης, νόμιμη ματιά πάνω στο έργο και στη φιλοσοφία του. Η Καραγιαννοπούλου είχε τονίσει κυρίως τη θεατρικότητα του έργου. Ο Αρμάος του αφαίρεσε θεατρικότητα, δηλαδή καταγωγή (εμφανώς η Μάρεϊ θύει και απολύει στο αγγλικό μπουλβάρ), το στέρησε από τα κωδικοποιημένα στοιχεία της θεατρικής τυπολογίας, το ξεγύμνωσε από τη σκευή του και το άφησε να λειτουργήσει με τους αρμούς του, τις βαθιές χαράξεις του, τις έντονες φωτοσκιάσεις του. Εξ άλλου, είχε άλλης ιδιοσυγκρασίας ηθοποιούς στη διάθεσή του. Ιδού λοιπόν το μάθημα, πολύτιμο και άκρως διδακτικό. Ένα καλογραμμένο έργο με εμφανέστατη θέση, χωρίς ωστόσο ηθικολογίες και κλείσιμο του ματιού στο κοινό, μπορεί να διαβαστεί τελείως διαφορετικά και πάντα αυθεντικά και νόμιμα, αρκεί ο σκηνοθέτης να βρει τα διαφορετικά «κλειδιά» για να εισχωρήσει στα δώματά του και να εκμεταλλευθεί δημιουργικά τις ιδιαιτερότητες των ηθοποιών του, τα μέσα τους και τη θερμοκρασία τους.

Η Μάρεϊ-Σμιθ έγραψε ένα έργο για τις γυναίκες, αλλά όχι ένα φεμινιστικό έργο ούτε μια καταγγελία εναντίον των φαλλοκρατών. Αφηγήθηκε τίμια και δίκαια μια ιστορία τόσο συνηθισμένη όσο υπάρχει ο κόσμος, αφού το πρώτο τρίγωνο στην ιστορία του πολιτισμού διαδραματίστηκε στην Εδέμ ανάμεσα στον άνδρα, τη γυναίκα και τον κατηραμένο όφι!! Η συνθήκη που επέλεξε η συγγραφέας να αναλύσει σε βάθος με σκηνικά επιχειρήματα είναι ακόμη πιο συνηθισμένη. Ένα ζευγάρι, που ξεκίνησε τον βίο του βαθιά ερωτευμένο αλλά στήριξε την ευτυχία του πάνω στην αμοιβαία εκτίμηση και τον αλληλοσεβασμό, περνάει μια παροδική κρίση, όταν στον συζυγικό ορίζοντα ανατέλλει ένα τολμηρό, φιλόδοξο και νεαρό ερωτικό θήλυ υποκείμενο. Ο σύζυγος επιτυχημένος συγγραφέας, η σύζυγος ταλαντούχα ποιήτρια, που εγκατέλειψε τη δημιουργία αφοσιωμένη στην ανατροφή του παιδιού τους, την οικογενειακή θαλπωρή και την οικοδόμηση ιδανικών συνθηκών για να ευδοκιμήσει τα τάλαντο του συζύγου της.

Ο πειρασμός που παρεμβάλλεται στη ζωή τους είναι μια νέα δημοσιογράφος με φιλοδοξίες λογοτεχνικές, που θαυμάζει τον προβεβλημένο σύζυγο και εν τέλει κατορθώνει να του εμπνεύσει- αφυπνίζοντας το κοιμισμένο ερωτικό του πάθος, που αναπαύεται στη συνήθεια- όρεξη για μια ανανεωμένη ζωή. Όλα αυτά, θα πείτε, τυπικά γνωρίσματα του καραμπινάτου μπουλβάρ. Σίγουρα. Η δικαιοσύνη της συγγραφέως έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ καταγράφει με πιστότητα τις σχέσεις και τις εκατέρωθεν αντιδράσεις συζύγου, κόρης, συζύγου και ερωμένης, κατορθώνει να βρει σε κάθε στάση απέναντι στο πραγματικό πρόβλημα, μαζί με τα αρνητικά και θετικά στοιχεία στα κίνητρα, στους σκοπούς και στις επιμέρους πράξεις καθενός από τους ήρωές της. Βεβαίως την ενδιαφέρουν κυρίως οι τρεις γυναίκες και με δομική σοφία στη γραφή γράφει έξοχα ντουέτα όταν συναντώνται και συζητούν. Συζητούν νηφάλια, χωρίς μεσογειακές εκρήξεις και αναξιοπρέπειες. Προσπαθεί καθεμιά να διεισδύσει στον ψυχισμό της άλλης, να την καταλάβει, να αντιληφθεί τη στρατηγική της και να αναλύσει την τακτική της. Καθεμιά από τις τρεις γυναίκες (που εκπροσωπούν τρεις ηλικίες, άρα ή θα διέλθουν από ΄κεί που πέρασαν οι άλλες ή έχουν ήδη διανύσει το χρονικό διάστημα με την εμπειρία τους) βρίσκει μετά τη συνάντηση σημεία κατανόησης των κινήτρων της άλλης. Μαθαίνει τον εαυτό της από τα εχθρικά επιχειρήματα και επιχειρηματολογώντας βρίσκει ευήκοον ους στην άλλη πλευρά.

Η σύζυγος ανακαλύπτει πως οι θυσίες της και οι παραχωρήσεις για να στηρίξει την καριέρα του συζύγου ήταν αιτία να χάσει τη δική της δημιουργική πνοή. Η κόρη, δημιούργημα της, νιώθει προδομένη από έναν πατέρα που αποδεικνύεται επιπόλαιος, ενώ ήταν αντικείμενο θαυμασμού από μάνα και κόρη, και η παρείσακτη

ΙΝFΟ

«Όνορ». Στο «θέατρο της Άνοιξης» Γερμανικού 20, Μεταξουργείο. Τηλ.

210-5238.870

αναγκάζεται να αναγνωρίσει πως τον άντρα τον χρειαζόταν για να αναρριχηθεί και να ασκήσει την τυραννική αλαζονεία της νιότης της, εκδικούμενη την ερωτική ασφάλεια και τη σιγουριά δύο επιτυχημένων ανθρώπων. Αλλά δεν εξουθενώνει την προσωπικότητά της. Την κατανοεί η συγγραφέας. Έτσι κι αυτό το έργο χρησιμοποιεί την τεχνική του καταλύτη που, εισβάλλοντας σ΄ ένα δοσμένο, ισορροπημένο περιβάλλον, το αποδομεί και το αναδομεί.

Ως εκ τούτου, το έργο από μπουλβάρ μπορεί να μεταποιηθεί σε ψυχολογικό θέατρο και θέατρο ηθών, με συχνά ντοκιμαντερίστικη ερευνητική σπουδή των ανθρωπίνων.

Ο Ερρίκος Μπελιές μετέφρασε το κείμενο με γλωσσική ευφορία στα ελληνικά. Ο Γιώργος Βαφιάς κατόρθωσε με άκρως λιτά και λειτουργικά σκηνικά στοιχεία να υποβάλει την ιδέα μιας ελεύθερης αυτοσχεδιάζουσας δημόσιας έκθεσης σχέσεων, ο Θοδωρής Μαργκάς φώτισε τον χώρο δημιουργώντας χώρους λειτουργικούς.

Ο πάντα εφευρετικός Πλάτων Ανδριτσάκης έγραψε μουσική που έπαιζε ρόλο ενός τέταρτου λυρικού προσώπου, το οποίο παρίσταται και σχολιάζει με συγκατάνευση τα δρώμενα. Ο Αρμάος διακριτικά καθοδήγησε τους τέσσερις ηθοποιούς να βρουν τα προσωπικά τους επιχειρήματα για να υπερασπιστούν τους ενδιαφέροντες ρόλους.

Από την οργή στην πίκρα


Η Άννα Μακράκη επιστρατεύει μια πολύτιμη πείρα, που της έχει δωρίσει πια μια σκηνική λιτότητα, αμεσότητα αλλά και συναισθηματική ετοιμότητα. Με έξοχες παύσεις και μαεστρία στους ρυθμούς, σχεδίασε τη σύζυγο με γνήσια (και αναγνωρίσιμα) υλικά, εξαντλώντας την γκάμα από την αμεριμνησία στην έκπληξη, από την οργή στην πίκρα και από την κατανόηση στη συγχώρηση.

Η Μπέττυ Νικολέση έδειξε άλλη μια φορά την εκλεκτή στόφα του ταλέντου της. Η ερωμένη της είχε ευελιξία, πονηριά, υπολογισμό, κυνικότητα, αλλά και ανασφάλεια, τρόμο μπροστά στο κενό μιας πιθανής αποτυχίας, ματαιοδοξία αλλά και τόλμη, ώριμη νεότητα και παιδική αισιοδοξία.

Ο Χρήστος Ευθυμίου στον αμφιταλαντευόμενο άνδρα ανάμεσα στη σιγουριά και στο ρίσκο, στη συνήθεια και την έκπληξη, έδωσε έναν από τους καλύτερους ρόλους του. Όπως σαφώς τον περιγράφει η συγγραφέας, θεμελίωσε την άποψη- καινοφανή ασφαλώςπως το αδύνατο φύλο, το εκκρεμές και εντέλει το θλιβερό είναι το άρρεν.

Η Κατερίνα Γιαννάκου στην κόρη είχε όλον τον απροσδόκητο πανικό του αιφνιδιασμένου κοριτσιού που χάνει τις ισορροπίες του, τις σταθερές του.