LΙΝΚ:

www.gkapllani.com

ΣΤΗΝ ΤΕΡΑΣΤΙΑ τραπεζαρία, που απόψε είναι γεμάτη, συναντώ παλιούς μου γνωστούς: τον Νίκολα (από την Αγγλία), τη Μάρθα (από την Ελβετία), τη Σισέλ (από τη Νορβηγία), τον Αλμπέρ (από την Ελβετία). Είναι από τα μέλη της αρχικής παρέας του Μάη του ΄68. Τους ρωτώ για τα νέα τους. Η κόρη του Αλμπέρ και της Μάρθας δεν μένει πια στη φάρμα. Πήγε να σπουδάσει ΜΜΕ στο Παρίσι. Η Σισέλ παραπονείται επειδή δεν μπορεί να καπνίζει πια στην τραπεζαρία. «Έγιναν ομηρικοί καβγάδες», λέει, «αλλά στο τέλος επικράτησαν οι αντικαπνιστές». Υπάρχουν και τα θλιβερά νέα: η γυναίκα του Νίκολα πέθανε πέρσι από καρκίνο… Στο μεταξύ, από τα δίπλα τραπέζια φτάνει ο ήχος διαφόρων γλωσσών. Νέοι από διάφορα μέρη του κόσμου περνούν από εδώ για να γνωρίσουν από κοντά τον «αιρετικό λαό» του Longo Μai. Όλοι οι επισκέπτες βρίσκουν πάντα ένα πιάτο φαΐ και μπόλικο κρασί, παραγωγή του Longo Μai. Απόψε, κάποια κοπέλα έχει ανέβει στη μικρή σκηνή, σε μια γωνιά της τραπεζαρίας, και παίζει φλάουτο. Είναι το αποχαιρετιστήριο κονσέρτο της, ανακοινώνει. Οι συνδαιτυμόνες χειροκροτούν και μετά αποχωρούν σιγά σιγά. Η κοπέλα κατεβαίνει από τη σκηνή, κάθεται σε μια καρέκλα και συνεχίζει να παίζει πόλκα.

Το Ημερολόγιο Συνόρων συνεχίζει και αυτή την εβδομάδα το ταξίδι του στις αυτοδιοικούμενες φάρμες του Longo Μai, στα όρη της Άνω Προβηγκίας, στη Γαλλία

●●●

Την άλλη ημέρα το πρωί ο Νίκολα Μπελ μου δείχνει ένα σπίτι εναλλακτικής ενέργειας που μόλις «εγκαινίασαν» στη φάρμα και το κτίριο της βιβλιοθήκης που κτίζουν αυτήν τη στιγμή. Παρεμπιπτόντως, στις φάρμες διαβάζουν πολύ. Υπάρχουν βιβλία σε τουλάχιστον δεκαπέντε γλώσσες, αφού οι άνθρωποι που κατοικούν εδώ προέρχονται από τουλάχιστον δεκαπέντε χώρες. Τώρα, λέει ο Νίκολα, σκέφτονται σοβαρά να δημιουργήσουν ένα κέντρο για νέους συγγραφείς, κυρίως από τα Βαλκάνια. Να τους φιλοξενήσουν εδώ, στα βουνά της Άνω Προβηγκίας, τους καλοκαιρινούς μήνες, ώστε να δουλέψουν απερίσπαστοι από τις έγνοιες της καθημερινότητας στις δικές τους πατρίδες.

●●●

Γόνος μεγαλοαστικής αγγλικής οικογένειας, ο Νίκολα Μπελ ήρθε στις φάρμες του Longo Μai, στην Άνω Προβηγκία, το 1974. Εγκατέλειψε το Λονδίνο και μια ζωή παραπάνω από άνετη. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης των γνωστών εκπαιδευτηρίων «Τhe Βell School of Languages» (έχουν μετονομαστεί σε «Βell Ιnternational»). Τα παράτησε λοιπόν όλα και αποφάσισε να ζήσει στις φάρμες. Τον ρωτώ αν μετάνιωσε ποτέ για την απόφασή του. «Ο καθένας αναλαμβάνει την ευθύνη για τις επιλογές που κάνει στη ζωή του», μου απαντά. «Εγώ δεν ήθελα να γίνω αυτό που οι άλλοι είχαν αποφασίσει για εμένα. Αποφάσισα ο ίδιος με τι όρους θέλω να ζήσω σε αυτό τον κόσμο».

Υπήρχαν στιγμές που σκέφτηκες να φύγεις από το Longo Μai;

«Βεβαίως. Εδώ δεν είμαστε μοναστήρι μοναχών ούτε σέκτα. Είμαστε μια παρέα ελεύθερων ανθρώπων, που αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι το ξεχωριστό, να ιδρύσουμε αυτοδιοικούμενες φάρμες. Εάν αντέχεις, μένεις. Αλλιώς φεύγεις…».

●●●

Η Σισέλ από το Όσλο. Μα, ποιοι είναι οι κανόνες που κανονίζουν τη ζωή στις φάρμες; «Δεν έχουμε γραπτούς κανόνες», απαντά η Σισέλ. «Το Longo Μai δεν εξηγείται, βιώνεται. Αυτό που μας βοήθησε να επιβιώσουμε είναι το γεγονός ότι δεν ξεπεράσαμε ποτέ τα 250 μέλη. Μείναμε, δηλαδή, στα όρια μιας μεγάλης παρέας». Η Σισέλ ήρθε εδώ πριν από τριάντα τέσσερα χρόνια, από τη Νορβηγία. «Τότε είχαν έρθει στο Όσλο κάποια παιδιά από την παρέα του Longo Μai. Μου άρεσε η φιλοσοφία τους. Έλεγαν ότι δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο, εάν δεν είσαι ικανός να αλλάξεις πρώτα τον εαυτό σου. Ήταν αυτό που μου ΄΄μίλησε΄΄». Τη ρωτάω αν σκέφτηκε ποτέ να τα παρατήσει. «Πολλές φορές», απαντάει. «Υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους δεν ταιριάζουν τα χνώτα σου, όπως συμβαίνει παντού στην καθημερινή ζωή».

Έχει αλλάξει το Longo Μai στη διάρκεια αυτών των χρόνων; «Πάρα πολύ. Η κοινωνία γύρω μας αλλάζει. Σήμερα είμαστε πιο ανοιχτοί και λιγότερο φιλόδοξοι».

Υπάρχει σε εσάς ένα είδος έχθρας προς τη σύγχρονη πόλη…

Ιnfo

http://radio. zinzine 2. free. fr (Τo ραδιόφωνο του Longo Μai στην Άνω Προβηγκία. Για όσους ξέρουν γαλλικά και αγαπούν τη μουσική)

«Εμείς είμαστε παιδιά της πόλης και φέραμε την κουλτούρα της πόλης στην ύπαιθρο. Από εκεί και πέρα, οι πόλεις που μετατρέπονται σε αποπνικτικές αίθουσες απομονωμένων, αγχωμένων και λαχανιασμένων ανθρώπων, βεβαίως δεν μας γοητεύουν…».

Υπάρχουν νέοι που έρχονται να ζήσουν στις αυτοδιοικούμενες φάρμες;

«Τα παιδιά μας συχνά φεύγουν και επιλέγουν τη δική τους πορεία. Άλλοι νέοι έρχονται να ζήσουν εδώ πέρα. Βέβαια, όποιος έρχεται για να λύσει τα υπαρξιακά του προβλήματα φεύγει γρήγορα. Δεν βρίσκουν τον επίγειο παράδεισο που φαντάζονταν. Υπάρχουν νέοι που έρχονται και μένουν. Είναι διαφορετικοί από αυτό που ήμασταν εμείς στην ηλικία τους. Έχουν άλλες προτεραιότητες. Αυτά με τα οποία εμείς μεγαλώσαμε, εκείνοι τα βλέπουν ως προϊστορία. Αυτή η μείξη παλαιών και νέων μάς βοηθά να κρατήσουμε ανοιχτό το μυαλό μας…».