Έχει κάτι μυστήριο η σχέση της Λίζας Τζέραρντ με το ελληνικό κοινό και ηχώ από τα παλιά. Βοηθάει η ίδια η μουσική που υποβάλλει αφοσίωση και πάθος. Είχε μπει στην καρδιά των φαν της στην Ελλάδα από τις εποχές των Dead Can Dance και δεν έχει φύγει από εκεί. Η σχέση ξεκινά από τα πρώτα κιόλας βήματά της στη Μελβούρνη και από τις καλλιτεχνικές συγγένειες με τον σκοτεινό, γοτθικό κόσμο του Νικ Κέιβ. Τα πράγματα, βέβαια, δεν είναι πάντα όπως φαίνονται, η Λίζα στο μεταξύ κατέκτησε το Χόλιγουντ, πήρε βραβεία για τις μουσικές της, ο Νικ έγραψε διαμάντια, οι Rolling Stones γεμίζουν στάδια, και οι Radiohead κλωτσάνε μακριά το πάνινο τόπι της μουσικής βιομηχανίας (αν θέλει κανείς να ρίξει μια ματιά γύρω). Πολλή φασαρία και μεγάλα διαστήματα σιωπής.

«Η σιωπή- λέει η Τζέραρντ- είναι πολύ σημαντική όταν δουλεύεις. Πρέπει να επιλέγεις να έχεις διαστήματα όπου δεν ακούς τίποτε, έτσι ώστε να κατασταλάξουν μέσα σου πράγματα που έχεις ήδη εσύ κάνει. Αλλιώς τραυματίζεις την ίδια τη σχέση με τη δουλειά σου». Έτσι η Τζέραρντ από την αρχή με τους Dead Can Dance άνοιγε χώρους. Όσο κλειστοφοβική και υποβλητική είναι η ατμόσφαιρα που χτίζουν οι μουσικές της τόσο η φωνή (την θεωρούν μια από τις καλύτερες γυναικείες φωνές των τελευταίων χρόνων) επιβάλλεται πάνω σε αυτές.

Η τύχη έπαιξε το παιχνίδι της στη Μελβούρνη. Όταν η Λίζα, κόρη Ιρλανδών μεταναστών, συνάντησε τον Μπρένταν, Ιρλανδός κι αυτός, και βρήκαν κοινό τόπο σε μουσική και φιλοσοφία για να πιάσουν επαφή. Το 1981 φτιάχνουν τους Dead Can Dance, τους οποίους εντάσσει στο πλήρωμά της τότε η ανήσυχη 4ΑD ανεξάρτητη δισκογραφική, προσανατολισμένη όπως ήταν σε ονειρικούς, ομιχλώδεις τόπους, ρουφώντας έμπνευση από αυτό που αργότερα θα γινόταν… ποπ κουλτούρα μέσα από παιδικά μάτια καρφωμένα στον Χάρι Πότερ. Οι Dead Can Dance στις αρχές των 80s ήταν το απόκτημα που ο κάθε ψαγμένος μουσικόφιλος έπρεπε να έχει στη συλλογή του. Παραδέχομαι, ωστόσο, πως προσωπικά ποτέ δεν επέστρεψα σε εκείνους τους δίσκους.

«Όταν έφτασα τότε στην Αγγλία- θυμά

ΙΝFΟ

Η Lisa Gerrard δίνει συναυλία στο «Παλλάς» (Βουκουρεστίου 1) την Παρασκευή 9 Νοεμβρίου, ώρα 21.30. Εισιτήρια 40, 60, 80, και 100 ευρώ.

ται η Τζέραρντ- αυτό που σκέφτηκα αμέσως ήταν πως η μουσική σκηνή δεν είχε τόσο ενδιαφέρον όσο στη Μελβούρνη. Δεν τολμούσαν όσο εκεί, αλλά πάλι μπορούσε απλά κανείς να με πει ρομαντική». Κακό δεν είναι αυτό. Ειδικά, αν πιστεύεις, όπως η 46χρονη Λίζα ότι «η μουσική έχει τη δική της γλώσσα». Αλλά αυτό το πιστεύουν όλοι, έτσι δεν είναι; Μετά τη διάλυση του σχήματος, η Τζέραρντ συνέχισε την πορεία της και στην πρώτη στροφή βρέθηκε στο σινεμά. Ρίντλεϊ Σκοτ και Μάικλ Μαν είναι δυο τρανταχτά ονόματα που συνεργάζονται μαζί της. «Είναι μεγάλος καλλιτέχνης- λέει για τον Σκοτ, με αφορμή τον «Μονομάχο» που έγραψε τη μουσική- αν δεν ήταν σκηνοθέτης, θα ήταν ένας σπουδαίος ζωγράφος». Πάντα οι μουσικές της, είναι αλήθεια, σε οδηγούν σε εικόνες. Σα να γράφονται γι΄ αυτές. Μπορεί και να είναι έτσι.

«Η μουσική είναι καταφύγιο» επιμένει η Λίζα. «Είναι ένα ιερό καταφύγιο που σε προστατεύει από τη μιζέρια και την ανία» λέει και αυτό είναι και το θέμα του ντοκιμαντέρ «Sanctuary», που έχει σκηνοθετήσει ο συνεργάτης της σε άλλα πρότζεκτ επίσης Κλάιβ Κόλιερ- μια ταινία για την ίδια την Λίζα Τζέραρντ και τη δουλειά της, για την οποία μιλούν πολλοί διάσημοι, όπως ο Μάικλ Μαν και ο Ράσελ Κρόου. Μέσα στη χρονιά που διανύουμε η Λίζα επέστρεψε και κυκλοφόρησε ένα καινούργιο άλμπουμ, το «Τhe Silver Tree». Το ακολούθησε μια σειρά από συναυλίες που τη φέρνουν εδώ, στην οδό Βουκουρεστίου.

Με μια ματιά


Γεννήθηκε το 1961 στην Μελβούρνη της Αυστραλίας Είναι συνθέτρια, μουσικός και ερμηνεύτρια Δημιουργεί με τον Μπρένταν Πέρι τους Dead Can Dance Βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα για μουσική που έγραψε στην ταινία «Ο μονομάχος»- ήταν υποψήφια για Όσκαρ Το 1995, κυκλοφόρησε το πρώτο της σόλο άλμπουμ, «Τhe Μirror Pool» Συνεργάστηκε για μουσική στις ταινίες «Τhe Ιnsider» και «Αli» To 2006 βγήκε στις αίθουσες το ντοκιμαντέρ «Sanctuary» με θέμα τη Λίζα και τη μουσική της Πρόσφατο προσωπικό άλμπουμ της «Τhe Silver Τree».