Κοσμοπολίτες αποδεικνύονται οι Έλληνες σε ό,τι αφορά τις γεύσεις. Τα έθνικ εστιατόρια που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια στην Αθήνα κάνουν χρυσές δουλειές. Όπως λένε οι ιδιοκτήτες τους, οι Έλληνες είναι ανοιχτοί στο να δοκιμάσουν διαφορετικά πιάτα, τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με τα φαγητά της… γιαγιάς!
Περισσότερα από 25 χρόνια διευθύνει ο κ. Σπύρος Κουλούρης το εστιατόριο τσεχοσλοβάκικης κουζίνας στην περιοχή του Νέου Κόσμου και όπως λέει τα τραπέζια είναι πάντα γεμάτα! «Τα πρώτα χρόνια ο κόσμος ήταν επιφυλακτικός καθώς δεν γνώριζε άλλες γεύσεις από τις ελληνικές. Τώρα όμως οι περισσότεροι πελάτες μας είναι Έλληνες. Μάλιστα, αρκετοί είναι αυτοί που μας επισκέπτονται λίγο πριν φύγουν για Πράγα, ώστε να πάρουν μια πρώτη γεύση της πόλης», λέει στα «ΝΕΑ».
Η ρώσικη κουζίνα. Ολοένα και περισσότερο έδαφος κερδίζει στην Ελλάδα και η ρώσικη κουζίνα. Είναι ενδεικτικό πως οι σερβιτόροι μόνον σε ένα από τα τέσσερα πιο γνωστά ρώσικα εστιατόρια, παίρνουν σε καθημερινή βάση 100 παραγγελίες κατά μέσο όρο. Όπως μάλιστα τονίζει ο ιδιοκτήτης κ. Χρήστος Ποτουρίδης, δεν είναι λίγοι αυτοί που… ταξιδεύουν ακόμα και από τη Χαλκίδα για να γευτούν «τα χειροποίητα ζυμαρικά μαγειρεμένα στον ατμό αλλά και το ρώσικο σουβλάκι με το μαριναρισμένο κρέας- αρνί, χοιρινό ή γαλοπούλα». Την τάση των Ελλήνων να αναζητούν την… περιπέτεια στο καθημερινό τους τραπέζι επιβεβαιώνει και ο γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατορίων και Συναφών Επαγγελμάτων κ. Γιώργος Καβαθάς. «Οι Έλληνες μάγειροι μάλιστα, φαίνεται πως επηρεάζονται από αυτή την τάση, αλλάζοντας τα μενού τους. Είναι χαρακτηριστικό πως το μπαλσάμικο, η μοτσαρέλα και η παρμεζάνα αποτελούν πλέον καθημερινή επιλογή των πελατών των εστιατορίων, παρά το γεγονός πως πριν από πέντε χρόνια τούς ήταν σχεδόν άγνωστα», τονίζει.
Συνήθισαν το σούσι. Και ενώ το σούσι έχει γίνει πλέον συνήθεια για τους Αθηναίους, αφού έχουν καταναλώσει ένα εκατομμύριο μερίδες σε πέντε χρόνια, οι εστιάτορες που σερβίρουν κινέζικα και ταϊλανδέζικα πιάτα, τονίζουν πως οι Έλληνες πελάτες συνεχίζουν να μπερδεύουν τις τρεις κουζίνες. «Ο κόσμος ακόμα μπερδεύει την ταϊλανδέζικη κουζίνα με την κινέζικη. Κι όμως, είναι εντελώς διαφορετικές», λέει ο κ. Κιμ Πακ, ωστόσο παραδέχεται πως «έπιασε» από την πρώτη στιγμή. «Έχουμε κυρίως γλυκές, ξινές και καυτερές γεύσεις. Το γλυκόξινο χοιρινό συνοδευόμενο με ρύζι αλλά και το κάρι με μοσχάρι, πάπια ή γαρίδες είναι τα ατού της κουζίνας, γεγονός που φαίνεται και από τις παραγγελίες των πελατών μας», λέει. Το γεγονός πως το ελληνικό κοινό «ψάχνεται» για διαφορετικές γεύσεις- και όχι για εξελληνισμένες, έχει ανοίξει την… όρεξη και των επιχειρηματιών. Είναι χαρακτηριστικό πως δεν είναι λίγοι αυτοί που αντί να επικεντρώνονται σε μία μόνο κουζίνα έχουν δημιουργήσει πολυέθνικ εστιατόρια. Το αποτέλεσμα; Το Σαββατοκύριακο δεν υπάρχει ούτε μία καρέκλα άδεια και πρέπει να γίνει κράτηση. «Ο συνδυασμός πολλών συνταγών αρέσει ιδιαιτέρως στον κόσμο που μας επισκέπτεται. Πάντως, αυτό που έχουμε διαπιστώσει από την καθημερινή μας πελατεία είναι πως οι Έλληνες είναι κάθε άλλο παρά παραδοσιακοί, αφού έρχονται άνθρωποι κάθε ηλικίας για να γευτούν ινδικά, μεξικάνικα και αραβικά πιάτα», λέει η ιδιοκτήτρια- σεφ σε πολυέθνικ εστιατόριο, κ. Άννα Λαγούτη.
Θεματικά πάρτι με έθνικ κουζίνα και μουσική
Τα θεματικά πάρτι έχουν γίνει της μόδας, γεγονός που αποδεικνύεται από τα 15 και πλέον έθνικ μενού που προσφέρουν οι εταιρείες catering. «Στις κλασικές επιλογές των πελατών μας έχει προστεθεί και η ιαπωνική κουζίνα, ενώ πριν από πέντε χρόνια ήταν μόνον η ιταλική και η γαλλική. Οι Έλληνες πλέον έχουν αρχίσει να διευρύνουν τον γευστικό ορίζοντά τους προς τον Λίβανο, το Μεξικό και την Αραβία. Πρόσφατα μάλιστα, μου ζήτησαν να διοργανώσω ένα αφρικάνικο πάρτι», τονίζει στα «ΝΕΑ» ο σεφ κ. Δημήτρης Μπληζιώτης.
Μάλιστα, οι εταιρείες catering αναλαμβάνουν εκτός από το φαγητό και τη διακόσμηση του σπιτιού ή του χώρου, ώστε να δημιουργήσουν ανάλογο έθνικ κλίμα: οι σερβιτόροι ντύνονται αναλόγως, ενώ ο d. j. παίζει μουσική ανάλογη με το… φαγητό.







