Η πρόταση για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για την διερεύνηση της υπόθεσης των ομολόγων, την οποία πρόσφατα κατέθεσε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ, θέτει για ακόμη μια φορά το θέμα της ερμηνείας του άρθρου 68 του Συντάγματος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια από τις αυστηρότερες μορφές του κοινοβουλευτικού ελέγχου είναι η σύσταση από τη Βουλή Εξεταστικών Επιτροπών, οι οποίες σκοπό έχουν την άσκηση ελέγχου στην εκτελεστική εξουσία όταν τα ηπιότερα μέτρα κοινοβουλευτικού ελέγχου κρίνονται ατελέσφορα. Πρόκειται δηλαδή ουσιαστικά για ένα ύψιστο δικαίωμα της μειοψηφίας (χωρίς βέβαια να αποκλείεται η πλειοψηφία να προτείνει τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής).

Όμως το δικαίωμα αυτό ουσιαστικά δεν μπορεί να ασκηθεί από μόνη την μειοψηφία. Και τούτο διότι η διατύπωση της σχετικής συνταγματικής διατάξεως έχει δημιουργήσει ερμηνευτικά προβλήματα. Εν προκειμένω έχουν αναπτυχθεί δυο απόψεις: υποστηρίχθηκε ότι για τη σύσταση από τη Βουλή Εξεταστικής Επιτροπής, σύμφωνα με την 2 του άρθρου 68 του Συντάγματος, απαιτούνται δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, πρόταση από 60 βουλευτές και δεύτερο απόφαση της Βουλής που θα ληφθεί από την πλειοψηφία των 120 βουλευτών. Αυτή η άποψη κατά τη γνώμη μου είναι ορθή. Διότι μόνον έτσι είναι δυνατή η άσκηση από την αντιπολίτευση του κορυφαίου αυτού δικαιώματος. Όμως η άποψη αυτή δεν είναι η επικρατούσα. Αντιθέτως υποστηρίζεται άποψη την οποία η Ολομέλεια της Βουλής παγίως αποδέχεται, ότι η επίμαχη φράση «πλειοψηφία των δυο πέμπτων» πρέπει να ερμηνεύεται ότι τα δυο πέμπτα πρέπει να αποτελούν και την πλειοψηφία κατά την σχετική ψηφοφορία στη Βουλή. Αγνοεί βέβαια η άποψη αυτή, ότι κατ΄ αυτόν τον τρόπο φαλκιδεύεται θεμελιώδες δικαίωμα της μειοψηφίας, αφού η άσκησή του εξαρτάται από τη βούληση της πλειοψηφίας.

Γι΄ αυτό είχα προτείνει και στην προηγούμενη αλλά και στην τωρινή αναθεωρητική διαδικασία σαφέστερη διατύπωση της συνταγματικής διατάξεως έτσι ώστε να αρθούν οι αμφισβητήσεις και έτσι να αποκατασταθεί η ανάγκη ισορροπίας μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας κατά τη λειτουργία της Βουλής. Δυστυχώς όμως ούτε τότε το ΠΑΣΟΚ ούτε σήμερα η Ν.Δ. έτειναν «ευήκοον ους» στην πρότασή μου αυτή. Ίσως διότι η συνέχιση της ασάφειας «βολεύει» τα δυο μεγάλα κόμματα.

Ο Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι ευρωβουλευτής της Ν.Δ.