Μήπως είναι καιρός οι ειδικοί να ξανασκεφτούν όχι μόνο το περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων, αλλά και την αποκέντρωση των δομών ενός ακραία υδροκεφαλικού εκπαιδευτικού συστήματος;
Μ ε νόμο που ψήφισε το 1970, η Δανία καθιέρωσε την υποχρεωτική διδασκαλία της σεξουαλικής αγωγής στη στοιχειώδη εκπαίδευση. Δεν επρόκειτο κατά κυριολεξία για ξεχωριστό μάθημα, αλλά για βασικές γνώσεις, που οι δάσκαλοι καλούνταν να μεταδώσουν συστηματικά στους μαθητές, στο πλαίσιο των άλλων μαθημάτων. Και τούτο, σε συνεργασία με τους συλλόγους γονέων και τους οικείους δήμους και με σκοπό, όπως όριζε η σχετική εγκύκλιος, να αποκτήσουν τα παιδιά μια πιο «ανοιχτή» αντίληψη για τη σεξουαλική πλευρά της ζωής, η οποία θα τους επέτρεπε να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση και να νιώσουν ασφαλέστερα.

Αφού προηγουμένως ζήτησαν ανεπιτυχώς να απαλλαγούν τα παιδιά τους από τη διδασκαλία του νέου μαθήματος, δύο Δανοί ιερείς με τις συζύγους τους και ένα ζευγάρι Μαρτύρων του Ιεχωβά προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου, και ζήτησαν να καταδικασθεί η χώρα τους για παραβίαση του άρθρου 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το άρθρο αυτό επιβάλλει στα συμβαλλόμενα κράτη να σέβονται το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν τη μόρφωση και την εκπαίδευση των παιδιών τους «συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις».

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. Η απόφαση που εξέδωσε το 1976 έμεινε ιστορική όχι τόσο για το «διά ταύτα» της (που ήταν μάλλον αναμενόμενο στο κλίμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης της δεκαετίας του 1970) όσο για τον ορισμό της εκπαίδευσης ως «πλουραλιστικής» που έδωσε. Με σύμφωνη γνώμη και του Έλληνα δικαστή- του πρόωρα χαμένου Δημ. Ευρυγένη, σπουδαίου νομικού με σπάνια παιδεία- η πλειοψηφία διατύπωσε τότε την ακόλουθη σκέψη: τα κράτη – μέλη, έκρινε, «οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες και οι γνώσεις που περιλαμβάνονται στη διδακτέα ύλη, να μεταδίδονται [στους μαθητές] με αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό τρόπο. Τα κράτη απαγορεύεται […] να επιδιώκουν την πλύση εγκεφάλου (indoctrination). Αυτό είναι το όριο που δεν επιτρέπεται να υπερβούν».

Είναι φανερό ότι έτοιμες συνταγές για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός δεν υπάρχουν (και η – αναχρονιστική κατά τα άλλασυζήτηση για το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, το απέδειξε περίτρανα). Ως νομικός ωστόσο, θα τολμούσα να υποστηρίξω ότι, πέρα από θέμα ουσίας, η επίτευξη του πλουραλισμού είναι και ζήτημα διαδικασίας:

Ουσίας, με την έννοια ότι, ενώ από τη μια δεν νοείται απόκρυψη γεγονότων που δεν αρέσουν, από την άλλη θα πρέπει πάση θυσία να επιδιώκεται ακόμη και οι φρικτότερες φρικαλεότητες να παρουσιάζονται με τρόπο που να μην ενθαρρύνει την αέναη επανάληψή τους. Ούτε «περιούσιοι λαοί», λοιπόν, ούτε «προαιώνιοι εχθροί του γένους». Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, η αναφορά από το Σύνταγμά μας ως σκοπού της εκπαίδευσης (συμπεριλαμβανομένης της πανεπιστημιακής!) της ανάπτυξης της «εθνικής» και της «θρησκευτικής συνείδησης» των νέων (άρθρο 16 παρ. 2) ασφαλώς δεν βοηθά. Να λοιπόν ακόμη ένας λόγος για να αναθεωρηθεί το διαβόητο άρθρο 16.

Είναι όμως και θέμα διαδικασίας, αφού η καταθλιπτικά συγκεντρωτική δομή του εκπαιδευτικού μας συστήματος (με το ένα και μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο και τα ελάχιστα περιθώρια που αφήνονται στον δάσκαλο για πρωτοβουλία και αυτοσχεδιασμό, ανάλογα με τις ανάγκες της συγκεκριμένης κάθε φορά τάξης) δεν ευνοεί την αναγκαία προσαρμογή στις ιδιαιτερότητες της κάθε τοπικής κοινωνίας.

Ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών