Επιστρέφει από το μπάσκετ, με τη σάκα του σχολείου, σακίδιο δηλαδή, στον ώμο, περνά από το Πολυτεχνείο. Τα μάτια του κοκκινίζουν και τον πονάνε, ο αέρας που αναπνέει έχει μια περίεργη αίσθηση, σα να του γρατζουνάει από μέσα τα ρουθούνια βαθιά, μέχρι τον λαιμό, και να τον γδέρνει. Τον σταματά μια ομάδα ΜΑΤ, ανοίγουν το σακίδιο και το ψαχουλεύουν, τον ανακρίνουν, πού πάει, τι κάνει, γιατί.

Πιάνουν τα χέρια του και γυρίζουν τις παλάμες, να δουν αν κράτησαν μολότοφ. Του λένε να μην περνάει από κει. Το «εκεί» είναι το Πολυτεχνείο, η περιζήτητη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Μετσοβίου, που για να περάσεις, θέλεις δεκαοχτώ μισό. Δεν ήξερε ότι έχει οριστεί πεδίο μάχης, και για να περάσεις τις λάθος μέρες δεν φτάνει κανένας βαθμός. Σήμερα παίζουν «αντιεξουσιαστές» και αστυνόμους εδώ. Βλέπει απέναντι τους κουκουλοφόρους να βάζουν φωτιά σε κάδους σκουπιδιών, τους ΜΑΤατζήδες να παίρνουν θέση μάχης. Από πού να περνάει; Λίγο πιο κάτω μένει, πώς θα πηγαίνει σπίτι του; Αυτά τα σκέφτεται, αλλά δεν τα λέει δυνατά. Σήμερα κάνει το μάθημα «φοβάμαι τους αστυνομικούς στον δρόμο και δεν απαντώ, ό,τι κι αν μου πουν». Φεύγει γεμάτος δάκρυα, από τα δακρυγόνα και την ντροπή, που φοβάται τόσο, που τον έψαξαν, που του μίλησαν άγρια, και δεν κατάφερε να απαντήσει. Στο σπίτι μιλάνε για τις κάμερες, αν θα παραβιάζουν την ελευθερία. Θέλει να βάλει τις φωνές, η δική του ελευθερία παραβιάστηκε, η ελευθερία του δρόμου παραβιάστηκε, η ελευθερία τού να πηγαίνει για μπάσκετ και να γυρίζει σπίτι του, αλλά φοβάται ότι οι γονείς του θα τα βάλουν μαζί του, «να μην περνάς από κει» θα του πει η μάνα του με αγωνία, και δεν θα τη νοιάζει αν είναι ανελεύθερο ή όχι, μπροστά στην ασφάλειά του…