Ο φόνος της νοσταλγίας και ο κατάσκοπος των ονείρων


Τι γέλια είχαμε κάνει όταν σε μια συνέντευξη, στην ασπρόμαυρη τηλεόραση τότε, που σαν παιδιά, μαθητές δραματικής σχολής Εθνικού Θεάτρου τρομάρα μας, είχαμε απολαύσει στο «Αλάτι και πιπέρι», εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού, έναν τραγουδιστή- φρούτο της εποχής, που άνοιξε το στόμα του και βγήκανε πέρλες τα μαργαριτάρια, μα τι γέλιο, δεν λέγεται. Είχε βγει αυτός λοιπόν ο καλλιτέχνης στο άνθος της επιτυχίας και της ηλικίας του και είχε δηλώσει με ύφος επαναστατημένου νιάτου, σαν να ΄λεγε είμαι και πολύ επαναστάτης: «Εγώ είμαι πολύ αντιδραστικός», εννοώντας ο καημένος (τι καημένος ζει και βασιλεύει, παντρεύεται, χωρίζει, ξαναπαντρεύεται, γεννάει και τραγουδάει) ότι αντιδρά στο κατεστημένο. Στη συντήρηση.

Γ ια μας βέβαια τότε τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα (τι ξεκάθαρα; Πώς και πόσο μπορεί τα πράγματα να είναι ξεκάθαρα;). Απ΄ τη μια ήτανε λοιπόν το «προοδευτικό» κι απ΄ την άλλη η συντήρηση η μαύρη. Απ΄ τη μια το πορφυρό της επανάστασης κι απ΄ την άλλη το μαύρο της αντίδρασης, το μελανόν του φασισμού, το σκοτεινό της χούντας. Και συνέχισε ο αοιδός: « Είμαι αντιδραστικός διότι αντιδρώ. Σε ό,τι κακό, ό,τι παλιό, ό,τι ξεπερασμένο, Αντιδρώ. Σας λέω είμαι πολύ αντιδραστικός. Μην κοιτάτε που είμαι σταρ. Είμαι αντιδραστικός». Εμείς γελάγαμε τότε. Το λέγαμε στις παρέες, το κάναμε νούμερο (χειροκρότημα ο κόσμος!) το γιουχάραμε… αλλά δεν ξέραμε το μέλλον τότε.

Κι ήρθε το μέλλον, (αυτό που ζούμε, το σήμερα, είναι το τότε μέλλον) κι έφερε τα πάνω-κάτω και το αίσθημα στον πάτο. Ξεφύλλιζα την Κυριακή ένα ένθετο τηλεοπτικής υποστάθμης και διάβασα σε συνέντευξη ευειδούς και λίαν σαγηνευτικού νεανία σε δεσποινίδα, φαντάζομαι αναλόγων προσόντων, το εξής! – «Είστε αντιδραστικός;».

– «Ναι. Ακόμα κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε είμαι αντιδραστικός». Με τέτοιο καμάρι που το ΄λεγε, θυμήθηκα κι εγώ τα νιάτα μου, τρέχω στο θέατρο, λέω:

«Ακούστε παιδιά». Διαβάζω το απόσπασμα. Ουδεμία αντίδρασις. Βούβα. Μόνο η μικρή με τα μάτια νωπή ελιά και μαύρη:- «Γιατί Σ ταμάτη; Επειδή το παιδί παίζει τηλεόραση, πρέπει σώνει και καλά να είναι τούβλο; Όχι, αντιδρά. Σε ό,τι κακό σε ό,τι οπισθοδρομικό, παλιό και μουχλιασμένο· αντιδρά. Μπράβο του».

Μπράβο μου κι εμένα. Που δεν καταλαβαίνω. Που φέρομαι σαν να μην περνάει ο χρόνος. Που δεν θέλω να καταλάβω ότι με τον καιρό αλλάζουν οι λέξεις, το νόημά τους όπως τα φίδια τα πουκάμισα για να μεγαλώσουν. Γιατί το νόημα το δικό σου μπορεί να τις στενεύει. Να θέλει να τις πνίξει. Και που δεν θέλω να παραδεχθώ πως για να διανύσει μια λέξη την απόσταση απ΄ τον εαυτό της μέχρι την αντίθετή της και να πάρει τη θέση της, πρέπει να περάσουν πολλά. Πολλά τα χρόνια. Πως έχουμε πια 2007.

Δεν είναι χρονιά, δεν είναι έτος μου ΄λεγε ένας φίλος, αυτό το 007 . Είναι πράκτωρ. Είναι κατάσκοπος των ονείρων και των επιθυμιών μας.

Παρ΄ όλα αυτά ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιο του (πράκτορος) 007 που μου χάρισε ο Θανάσης, διαβάζω στον Εγγονόπουλο τη φράση που δεν θα αλλάξει ποτέ το νόημά της. Τη φράση που δεν τη στενεύει κανένα πουκάμισο. Τη φράση που δεν υπόκειται στον χρόνο αλλά αντίθετα κάνει τον χρόνο να υποκύπτει κάτω από το ποιητικό της βάρος:

<<θαν την τσακίσω εγώ Τη νοσταλγία σου> …. Τη διαβάζω, την αγκαλιάζω και σιγοτραγουδάω το τραγούδι της Λίνας και της Δήμητρας…

«τη νοσταλγία σου εγώ Θα τη σκοτώσω, Μονάχα να ξεχάσω πώς φιλάς».