Να ασχοληθώ κι εγώ με το τρομοκρατικό χτύπημα στην αμερικάνικη πρεσβεία; Τι να πω, δηλαδή, παραπάνω από τουςδεκάδες- άσχετους, κατά κανόνα, που βγαίνουν κάθε νύχτα στα κανάλια και λένε το μακρύ τους και το κοντό τους; Κανάλια, όμως, είναι αυτά. Χρειάζονται και το μακρύ και το κοντό… Ένα πράγμα θέλω να σημειώσω, πάντως, για τη θεαματική επανεμφάνιση της τρομοκρατίας.

Μάλλον, ένα όνομα: Στέλιος Σύρος. Τον είχαν διώξει από την Αντιτρομοκρατική και τον επανέφεραν άρον άρον. Πολύ σωστά έπραξαν, τώρα. Πολύ λανθασμένα ενήργησαν, τότε, που τον έβγαλαν από την κορυφή της υπηρεσίας, η οποία είχε εξαρθρώσει τη 17 Νοέμβρη. Διάβαζα, το Σάββατο, το κείμενο της Έλενας Ακρίτα, στα «ΝΕΑ», για τον «χαμό» που γίνεται με τη γρίπη. Γέλασα, όπως πάντοτε, πολύ. Την ίδια στιγμή, όμως, μ΄ έπιασε μελαγχολία. Με το χάλι μου. Γιατί κι εγώ είμαι κρεβατωμένος, εδώ και μια εβδομάδα. Όπως η μισή Ελλάδα!

Φταίει το παρατεταμένο «καλοκαίρι», λέει, που έχει κάνει ανθεκτικό τον ιό και του επιτρέπει να επιτίθεται εναντίον των πάντων, χωρίς να ηττάται. Εγώ, όμως, σε τι φταίω;

Το τι όπλα έχω χρησιμοποιήσει, όλες αυτές τις μέρες, εναντίον του «καταραμένου ιού», δεν λέγεται!

Αντιβιοτικά, Ντεπόν, Ασπιρίνες, ρακόμελο, καυτά τσάγια, εντριβές με πετρέλαιο, πορτοκαλάδες ατελείωτες, αναβράζοντα δισκία με βιταμίνες, σιρόπια διάφορα για τον βήχα, δισκία για την «αντισηψία της στοματοφαρυγγικής κοιλότητας» και δεν ξέρω τι άλλο ακόμα! Ωστόσο, ο ιός, ανυποχώρητος! Και ο πυρετός, στην ανηφόρα: 37,7, 38, 38,4, 38,7! Σέρνομαι, για να πάω από το κρεβάτι μου στην τουαλέτα! Πονάει το κεφάλι μου, ζαλίζομαι, υποφέρω! Κι όταν πιάνω το μολύβι για να γράψωη εφημερίδα δεν είναι δυνατόν να περιμένει- το χέρι μου τρέμει, τα γράμματά μου είναι άτονα και σχεδόν τρεκλίζουν, οι δύο κυρίες, η Μίνα και η Σιμόνη, που παίρνουν τα φαξ και ασχολούνται, στο κομπιούτερ, με τα κείμενά μου, στραβώνονται!

Τέτοια πανωλεθρία, δεν την έχω πάθει ποτέ! Πονάνε τα κόκαλά μουπόδια, καρποί, μπράτσα- πονάει η πλάτη μου, πονάει η κοιλιά μου. Κι όπως λέει και η Ακρίτα, «έχω κάνει τέτοια κατανάλωση σε χαρτομάντιλα, που έχω μείνει ταπί. Άλλοι τα τρώνε στο καζίνο, εγώ σε χαρτομάντιλα. Το μισό στρέμμα το αυθαίρετο που είχαμε στον Βαρνάβα, σε χαρτομάντιλα το ροκάνισα… Ούτε κοτρώνα δεν έμεινε!».

Τα πράγματα, πάντως, ως προς εμένα, αρχίζουν και καλυτερεύουν, κάπως. «Σε δυο μέρες, θα είσαι καλά», με διαβεβαιώνει ο γιατρός.

Για να συμπληρώσει: «Μην το παίρνεις, όμως, και τόσο…

κατάκαρδα! Όλοι οι φίλοι μας είναι στο κρεβάτι. Τέζα!». Ω ντιρλαντά και τέζα όλοι…