Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων αφορά τον 19ο και 20ό αιώνα, με τους οποίους ο συγγραφέας είναι σαφώς πιο εξοικειωμένος. Από τον 19ο αιώνα η Θεσσαλονίκη μετατρέπεται σε σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο. Το 1831 η πόλη είχε μόλις 30.000 κατοίκους αλλά στις αρχές του 20ού αιώνα είχε φτάσει τις 150.000. Η οικονομική ανάπτυξη, όπως δείχνει και ο Μαζάουερ, ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, με κυριότερο ίσως το άνοιγμα της οθωμανικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή τεχνογνωσία και κεφάλαιο (και την κερδοσκοπία). Τη δεκαετία του 1870 ξεκίνησε η κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών που συνέδεσαν την πόλη όχι με τη Νότια Ελλάδα, αλλά με την Πρίστινα, το Μοναστήρι και την Κωνσταντινούπολη. Τα σχολεία άρχισαν να πολλαπλασιάζονται, προς απογοήτευση των θρησκευτικών ηγεσιών των κοινοτήτων που δεν μπορούσαν πλέον να ελέγξουν την εκπαίδευση. Το λιμάνι επεκτάθηκε για να μπορέσει να δεχθεί μεγαλύτερο αριθμό πλοίων και τα τείχη που περιστοίχιζαν για αιώνες την πόλη άρχισαν να γκρεμίζονται- αρχικά η πύλη του Βαρδάρη και το ανατολικό τείχος στην πλευρά του Λευκού Πύργου. Το 1869 εκδίδεται η πρώτη επίσημη εφημερίδα («Σελανίκ») σε τέσσερις γλώσσες. Το τραμ, τα πολυτελή ξενοδοχεία στην προκυμαία, τα καταστήματα με ευρωπαϊκά εμπορεύματα, τα πλούσια αρχοντικά (με πιο επιβλητική τη Βίλα Αλλατίνη) πιστοποιούσαν την οικονομική ακμή μιας κοσμοπολίτικης πόλης και τους στενότερους δεσμούς με τη Δύση.

Η εξιστόρηση των αλλαγών στη Θεσσαλονίκη κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα γίνεται μέσα από την εξέταση των συνεπειών στη ζωή της πόλης αφενός του εθνικισμού και αφετέρου του πολέμου. Η Θεσσαλονίκη, λόγω της σημασίας που έχει αποκτήσει ως κέντρο της οθωμανικής αυτοκρατο ρίας, θα αποτελέσει πεδίο σύγκρουσης των ανταγωνιστικών εθνικισμών.

Η πόλη, στην οποία γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ, θα αποτελέσει επίκεντρο της δραστηριότητας της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου και προσκήνιο της επανάστασης των Νεότουρκων το 1908. Την ίδια χρονιά θα καταφθάσει στην πόλη και ο Βλαντίμιρ Γιαμποτίνσκι για να καλλιεργήσει το σιωνιστικό κίνημα, αλλά τα αποτελέσματα ήταν μάλλον φτωχά. Την ίδια εποχή σε ολόκληρη τη Μακεδονία διεξαγόταν ένας αιματηρός αγώνας μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων για τον προσεταιρισμό των πατριαρχικών και εξαρχικών- του οποίου το συντονιστικό κέντρο, για την ελληνική πλευρά, ήταν το προξενείο της Θεσσαλονίκης.

Όταν τον Οκτώβριο του 1912 τα ελληνικά στρατεύματα θα εισέλθουν στην πόλη, μια νέα περίοδος στην ιστορία της Θεσσαλονίκης άρχιζε.

Η Θεσσαλονίκη ανήκε πλέον στην Ελλάδα αλλά δεν ήταν τόσο «ελληνική» όσο θα επιθυμούσαν ή θα περίμεναν κάποιοι. Οι περισσότεροι κάτοικοί της ήταν Εβραίοι: από τους 157.000 κατοίκους, 40.000 ήταν Έλληνες, 45.000

Μουσουλμάνοι και 61.000 Εβραίοι το 1913. Αυτό προκαλούσε ιδιαίτερη αίσθηση σε όσους Έλληνες δεν κατάγονταν από την πόλη. Η δυσφορία τους δεν συγκαλυπτόταν όπως δείχνει και η ακόλουθη επιστολή ενός Έλληνα αξιωματικού το 1913, όπως μας την παραθέτει ο συγγραφέας: «Δεν ξέρω κατά πόσον δύναται να αρέσει μία πόλις με κοινωνίαν παρδαλήν, αποτελούμενην κατά τα 9/10 από Εβραίους. Δεν έχει ουδέν το Ελληνικόν αλλ΄ ούτε το ευρωπαϊκόν. Δεν έχει τίποτε» (σελ. 353). Η Θεσσαλονίκη αφού πρώτα εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος, θα έπρεπε στη συνέχεια να «εξελληνιστεί». Αποφασιστικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν οι πόλεμοι και οι πολιτικές «κοινωνικής μηχανικής» (social engineering) που τους συνόδευσαν με στόχο την εθνική ομογενοποίηση.