Ο Μαζάουερ εντάσσει τις εξελίξεις των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα στη Θεσσαλονίκη στο ευρύτερο πλαίσιο μιας εθνοποιητικής διαδικασίας, η οποία στα Βαλκάνια στηρίχθηκε σε δύο καινοτομίες. Η πρώτη, που θα εφαρμοσθεί κατά κόρον στην Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες, ήταν η χρήση του πολέμου ως μέσου για τη διαμόρφωση της εθνολογικής σύνθεσης συγκεκριμένων περιοχών. Η δεύτερη, που θα μείνει ιστορικά ανεπανάληπτη, ήταν η διπλωματική συμφωνία για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ κρατών. Μια τόσο σημαντική πόλη όπως η Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσε παρά να βρεθεί στη δίνη αυτών των βίαιων και απότομων αλλαγών. Αρχικά οι Βούλγαροι και στη συνέχεια οι πολύ περισσότεροι Μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη και την ενδοχώρα, ενώ είχαν ήδη αρχίσει να καταφθάνουν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Στην Άνω Πόλη, όπου κατοικούσαν πολλοί Μουσουλμάνοι, σπίτια και δρόμοι άδειασαν, καταστήματα και ακίνητα δημοπρατήθηκαν και άρχισαν μεθοδικά να σβήνονται τα ίχνη αιώνων μουσουλμανικής παρουσίας στην πόλη. Τζαμιά, χαμάμ, μεντρεσέδες, τεκέδες κατεδαφίστηκαν. «Ποιος μπορεί», έγραφε ένας δημοσιογράφος, «να μου εξηγήση τον λόγον διά τον οποίον έμεινεν εκεί εις την σημαντικωτέραν γωνίαν των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας το πανάθλιον τζαμίον του Χαμζά; Αρχιτεκτονική αξία; Μηδέν! Ιστορική αξία; Κάτω του μηδενός! Το πολύγωνον αυτό κτίριον είναι άσχημον, τρομερά άσχημον» (σελ. 418).

Η Θεσσαλονίκη γέμισε με πρόσφυγες. Περίπου 92.000 πρόσφυγες έφτασαν και στην αρχή έμειναν προσωρινά όπου μπορούσαν, σε δημόσια κτίρια, αποθήκες, σε εγκαταλελειμμένα από τους Μουσουλμάνους, σε επιταχθέντα καταστήματα ακόμη και σε εκκλησίες. Η προσφορά στέγης ήταν ανεπαρκέστατη και η καταστροφική πυρκαγιά του 1917 είχε επιδεινώσει δραματικά την κατάσταση. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν πάνω από τον Άγιο Δημήτριο στην Άνω Πόλη, εκεί όπου πριν ζούσαν οι Μουσουλμάνοι. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες μέσα από τον δυναμισμό των σωματείων και των συνεταιρισμών τους πέτυχαν την παραχώρηση χωράφια για να κτίσουν τα σπίτια τους ή απλά κατέλαβαν εκτάσεις και κτίρια για να στεγαστούν. Η πόλη επεκτάθηκε και νέες φτωχογειτονιές ή συνοικισμοί δημιουργήθηκαν στην περιφέρεια της πόλης.

Μόνον οι Εβραίοι θύμιζαν το οθωμανικό παρελθόν της πολυεθνικής Θεσσαλονίκης. Η συνύπαρξη Χριστιανών και Εβραίων διαμορφώθηκε κάτω από το βάρος των αλλαγών που είχαν προηγηθεί. Η Θεσσαλονίκη δεν ήταν πια η «νέα Ιερουσαλήμ», καθώς η πλειονότητα των κατοίκων ήταν Χριστιανοί. Ο Μαζάουερ θέλοντας να προσδιορίσει τη δύσκολη συνύπαρξη Χριστιανών και Εβραίων, κάνει λόγο για θρησκευτικό αντισημιτισμό και εθνοτική αντιπαλότητα και ανταγωνισμό. Ενώ είναι διαπιστωμένο ότι υπήρχε διάχυτος αντισημιτισμός στον χριστιανικό πληθυσμό της πόλης, οι πολιτικές αποκρυσταλλώ- σεις του παρέμειναν περιθωριακές και οι βίαιες εκδηλώσεις του περιορισμένες (με πιο χαρακτηριστική τον εμπρησμό του Κάμπελ το 1931). Σίγουρα, πάντως, θα ήταν πολύ διαφορετική η μοίρα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, εάν δεν είχε μεσολαβήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η ναζιστική κατοχή.