Ε ίναι συγκινητική η στιγμή που η σκουπιδιάρα, επιβλητική και θορυβώδης, σου κόβει τον δρόμο με τα πορτοκαλί της φώτα αναμμένα, τη μηχανή καταβρόχθισης στο φουλ, μαζεύοντας ένα μέρος των εορταστικών σκουπιδιών. Ιεροτελεστία της επιστροφής, εθιμική, τακτική, ελπιδοφόρα. Διότι λες, να, δουλεύει βρε παιδί μου το σύστημα, μπορεί να μην προλαβαίνει, να μη χωράνε οι χωματερές, αλλά δεν μας έχουν εγκαταλείψει, κάτι γίνεται ακόμα. Υπάρχει ελπίδα κ.λπ.,

μέχρι τη στιγμή που οι βιαστικοί εργάτες αρπάζουν από τα χερούλια τον μπλε κάδο της ανακύκλωσης, αυτό τον πλαστικό, τον καθαρούλη, που στέκεται παρακεί αθώος, νομίζοντας ότι ανήκει στον πρωτοποριακό κόσμο της προόδου και θα γλιτώσει τη μοίρα την κοινή, και τον αναποδογυρίζουν κι αυτόν στη χοάνη. Και τα ξεχωρισμένα κουτιά αλουμινίου, χαρτόνια, κονσέρβες, μπουκάλια και λοιπές συσκευασίες, που τις μάζεψαν οι νοικοκυρές και τις κουβάλησαν από μακρινά, ενίοτε, τετράγωνα, πιστεύοντας ότι κάτι προσφέρουν στην αλλαγή της οικολογικής μας μοίρας, όλα αυτά πέφτουν ανάκατα μαζί με τα άλλα, και ο κάδος αδειάζει και ξαναμπαίνει στη θέση του. Τώρα το μούγκρισμα του απορριμματοφόρου μοιάζει με σαρκαστικό γέλιο που του βγαίνει μες από τα σωθικά, για όλες τις μάταιες κινήσεις των Αθηναίων, τις υποδείξεις των γονιών μέσα στα σπίτια προς τα παιδιά τους, τα «πήγαινε εσύ τη σακούλα στον κάδο ανακύκλωσης», την ευπιστία και τη συνείδηση που επέδειξαν ως πολίτες για μια φορά που τους δόθηκε η ευκαιρία. Τι ήταν λοιπόν αυτή η ιστορία, προεκλογική απάτη, αποτυχημένη προσπάθεια, πυροτέχνημα που έσβησε; Πώς θα το μάθουμε, να συνειδητοποιήσουμε τουλάχιστον πού πήγε η δουλειά που προσφέραμε δωρεάν, διότι τις θέλανε και καθαρές τις συσκευασίες: στη χωματερή κατ΄ ευθείαν την έριξαν ή πέρασε και από τσέπες;