Στις 6 Δεκεμβρίου του 2006, ο Gordon Βrown, ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών με την πιο μακρά θητεία από τον 19ο αιώνα παρουσίασε την καθιερωμένη ετήσια έκθεσή του που προηγείται της κατάθεσης του προϋπολογισμού, η οποία γίνεται την άνοιξη. Κατά βρετανική παράδοση, στην έκθεση αυτή αποσαφηνίζονται οι επιλογέςπολιτικής τις οποίες καλείται να υποστηρίξει χρηματοδοτικά ο προϋπολογισμός. Η πιο σημαντική δέσμευση που ανέλαβε ο Βrown, θέλοντας ίσως να σηματοδοτήσει και τη μετά Μπλερ εποχή στην οποία φιλοδοξεί να ηγηθεί της χώρας του, είναι η γενναία αύξηση των δαπανών για τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος μαζί με σημαντικές πρωτοβουλίες στον τομέα της κατάρτισης. Η επιλογή αυτή υποστηρίζει τον στρατηγικό στόχο « να γίνει η Βρετανία η πιο εκπαιδευμένη χώρα του κόσμου » προκειμένου να σταθεί στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, που όλο και περισσότερο χρωματίζεται από τις ανερχόμενες οικονομικές δυνάμεις όπως η Κίνα, η Ινδία κ.ά. Οι χώρες αυτές, όλο και περισσότερο, δραστηριοποιούνται σε τομείς που βασίζονται στην εργασία υψηλής ειδίκευσης και δεν περιορίζονται πια στην απλή συναρμολόγηση ή στην εκμετάλλευση της φθηνής «χαμηλής ειδίκευσης» εργασίας. Με την επιλογή του αυτή, σύμφωνα με τους Βρετανούς αναλυτές, ο Βrown επιχειρεί να αναδείξει μια προοδευτική κατεύθυνση στην οικονομική πολιτική που « επενδύει μακροπρόθεσμα στο μέλλον της χώρας » έναντι της συντηρητικής επιλογής για « περικοπή των φόρων ». Στα καθ΄ ημάς όμως η νεοδημοκρατική οικονομική διαχείριση, για τρίτη κατά σειρά χρονιά, δεν φαίνεται να περιλαμβάνει στις προτεραιότητές της αντίστοιχες- τηρουμένων των αναλογιών- μακροπρόθεσμες επιλογές. Είναι άλλωστε χαρακτηριστική η συρρίκνωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων επί νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης (4,2% του ΑΕΠ την περίοδο 2005-2007, μεταξύ 4,9% και 6,1% του ΑΕΠ την περίοδο 1997-2004). Η δημόσια επενδυτική δραστηριότητα ήδη από το 2005 έχει επιστρέψει στο προ του 1997 επίπεδο. Η «αλχημεία» της απογραφής πέρα από το κύρος της χώρας πλήττει και τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή προοπτική της, καθώς η μόνη πραγματική μείωση δαπανών του κράτους εντοπίζεται στον τομέα της δημόσιας επενδυτικής δραστηριότητας. Μεσοπρόθεσμα, όλοι πια αντιλαμβάνονται ότι η διατήρηση- έστω και κάπως μειωμένων- των υψηλών

Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη δύσκολη άνοδο στην κλίμακα της ανταγωνιστικότητας

ρυθμών μεγέθυνσης προέρχεται από τη δυναμική της περιόδου 1994-2004. Η ελληνική οικονομία διανύει από το 1994 μια μακρά περίοδο μεγέθυνσης, το τρίτο αναπτυξιακό κύμα στη νεώτερη οικονομική μας ιστορία, που κατά βάση στηρίχθηκε: α) στα οφέλη της μακροοικονομικής σταθεροποίησης (ευρώ, χαμηλά επιτόκια κ.ά.) που επέτρεψε την απεμπλοκή από τη «μακροοικονομική καθήλωση της ανάπτυξης», β) στις μεγάλες επενδύσεις για την αναβάθμιση των υποδομών της χώρας, γ) στην επιτυχή αναδιάρθρωση και προσαρμογή ορισμένων κλάδων και επιχειρήσεων, δ) στην αίσθηση ότι η χώρα γύρισε σελίδα και απέκτησε πυξίδα και κατεύθυνση.

Όμως στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, το συγκεκριμένο αναπτυξιακό μοντέλο- που έδωσε σημαντικούς καρπούς- αρχίζει να παρουσιάζει σημεία κόπωσης και εξάντλησης, ενώ το ελληνικό παραγωγικό σύστημα υποφέρει όλο και περισσότερο από το «πρόβλημα του εγκλωβισμού» στο πεδίο των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Δηλαδή δέχεται μια διπλή αμφίπλευρη ανταγωνιστική πίεση: τόσο από τους « φθηνούς παραγωγούς » των αναδυόμενων νέων οικονομικών δυνάμεων όσο και από τους «ποιοτικά υπέρτερους ή διαφοροποιημένους παραγωγούς» των χωρών με υψηλό βιοτικό επίπεδο. Η ένταση αυτής της αρνητικής διαρθρωτικής εξέλιξης συμπίπτει (;) με τη συγκεκριμένη νεοδημοκρατική κυβέρνηση που διακατέχεται από το σύνδρομο «της αντίστροφης σχετικότητας» – για να θυμηθούμε τη γνωστή χιουμοριστική σειρά «Μάλιστα κύριε υπουργέ» του ΒΒC- που σημαίνει ότι όσο λιγότερο μια κυβέρνηση θέλει ή μπορεί να προωθήσει μεταρρυθμίσεις τόσο περισσότερο μιλάει γι΄ αυτές. Πώς, όμως, θα μπορέσει η χώρα να ξεφύγει από τη μέγγενη του εγκλωβισμού; Σε ποια κατεύθυνση θα κινηθεί η αναζωογόνηση του αναπτυξιακού υποδείγματος της χώρας;

Ασφαλώς η κάθοδος στην κατηγορία των «φθηνών παραγωγών» είναι οικονομικά ανέφικτη και κοινωνικά ανεπιθύμητη. Ας αναλογιστούμε ότι ο νέος καλά εκπαιδευμένος Ινδός μηχανικός είναι πολύ ευχαριστημένος με μηνιαίο μισθό 390 δολ.,

ενώτο μοναδιαίο κόστος εργασίας στη γειτονική Βουλγαρία αποτελεί το 30% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη δύσκολη άνοδο στην κλίμακα της ανταγωνιστικότητας. Σήμερα είναι επιτακτική η ανάγκη αναπροσανατολισμού του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας με επίκεντρο την ενεργοποίηση και τη λειτουργικήαξιοποίηση της γνώσης και των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών παντού. Όμως η διάχυση της γνώσης και η μετατροπή της σε οικονομικά αξιοποιήσιμη γνώση δεν είναι αυτόματη. Η επιχειρηματικότητα είναι ο ελλείπων μηχανισμός που μπορεί να μετατρέψει τη γνώση που έχει οικονομική αξία σε οικονομική δραστηριότητα. Επομένως, ο δημιουργικός και αποτελεσματικός συνδυασμός γνώσης και επιχειρηματικότητας αποτελεί το κλειδί για τη μελλοντική βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας. Για να ξαναγυρίσουμε στον προϋπολογισμό και κυρίως στις δημόσιες πολιτικές που πρέπει να εξυπηρετεί. Ένα σύστημα πολιτικών για την ενεργοποίηση- αξιοποίηση της γνώσης παντού προϋποθέτει και μείζονες αναδιατάξεις στις προτεραιότητες και το μείγμα των δημόσιων πολιτικών, στην κατανομή των δημόσιων πόρων, αλλά και ευρύτερα των πόρων που δαπανά η κοινωνία στο σύνολό της για την ανάπτυξη, τη διάχυση και την αξιοποίηση της γνώσης.

Ο Γιάννης Καλογήρου είναι αναπληρωτής καθηγητής Τεχνολογικής, Οικονομικής και Βιομηχανικής Στρατηγικής του ΕΜΠ.