Η άποψη ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος πρέπει να αναθεωρηθεί διότι, μεταξύ άλλων, περιέχει και κατάλοιπα της εμφυλιοπολεμικής Ελλάδας, προκάλεσε δύο ειδών αντιδράσεις: Από τη μια, αμφισβητήθηκε η ακρίβεια του ισχυρισμού: «το άρθρο 16 διαμορφώθηκε στο γόνιμο κλίμα της μεταπολίτευσης», υποστηρίχθηκε από έγκριτα χείλη. Αλλά ακόμη και αν περιείχε ρυθμίσεις που πρωτοθέσπισε η δικτατορία, δεν έχει καμία σημασία, γράφηκε σε μεγάλη εφημερίδα: η μεταπολίτευση, επαναλαμβάνοντας τις ρυθμίσεις αυτές το 1975 και διατηρώντας τες αναλλοίωτες το 1986 και το 2001, τις νομιμοποίησε τάχα.

Θα προσπαθήσω να δείξω γιατί και οι δύο αυτές ενστάσεις είναι αβάσιμες:

Το Σύνταγμα του 1952 ήταν το πρώτο που έθεσε σκοπούς στην Εκπαίδευση(Στοιχειώδη και Μέση): «η διδασκαλία αποσκοπεί εις την ηθικήν και πνευματικήν αγωγήν και ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως των νέων, επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», όριζε το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος εκείνου.

Η διάταξη αυτή υιοθετήθηκε το 1948, δηλαδή επί εμφυλίου πολέμου, διότι, όπως υποστήριζε τότε ο εισηγητής της, «δεν είναι δυνατόν», ως προς το «εκπαιδευτικόν ιδεώδες», «να αφεθώμεν εις την διάθεσιν του πρώτου τυχόντος». Ο Κωνστ. Τσάτσος, νέος τότε βουλευτής Αθηνών, ήταν ακόμη σαφέστερος: με τη νέα διάταξη, έλεγε, «οφείλομεν να διαδηλώσωμεν την ρητήν αντίθεσίν μας προς την θεωρίαν του λεγομένου ιστορικού υλισμού». Τη διάταξη επανέλαβε η χούντα στα Συντάγματά της, για να μην μπορεί, όπως δήλωνε ένας υπουργός της, «ο οποιοσδήποτε Παπανούτσος να καθορίζει την πολιτικήν επί της παιδείας».

Εξωραϊσμένους, τους σκοπούς της Εκπαίδευσης τους επαναλαμβάνει για όλες πλέον τις βαθμίδες και το ισχύον Σύνταγμα, στο άρθρο 16 παρ. 2. Τους επέβαλε το 1975 η Νέα Δημοκρατία, παρά τις έντονες αντιδράσεις σύσσωμης της τότε αντιπολίτευσης(μεταξύ άλλων πήραν τότε τον λόγο για το θέμα ο Α. Παπανδρέου, ο Ιω. Πεσμαζόγλου, ο Ευ. Παπανούτσος και ο Λ. Κύρκος). Ο Κωνστ. Τσάτσος ήταν πάλι εκείνος που ανέλαβε την υπεράσπιση της διάταξης: «υπεράνω των λέξεων υπάρχει η ουσία, η οποία είναι αναλλοίωτος», τόνιζε στη Βουλή τον Απρίλιο του 1975. «Και αυτή η ουσία δεν ημπορεί να επηρεασθεί από πρόσφατα ή περιστατικά γεγονότα», ανέφερε, παραβλέποντας ότι πρόσφατα τέτοια «γεγονότα» ήταν τότε η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» του Γ. Παπαδόπουλου. Έκτοτε ο συνταγματικός ορισμός των σκοπών της εκπαίδευσης είχε πολύ συγκεκριμένες συνέπειες: ήταν και παραμένει το βάθρο της κατηχητικής διδασκαλίας των Θρησκευτικών.

Και επέτρεψε σε κάποιους δικαστές να ακυρώσουν ως… αντισυνταγματικό τον περιορισμό από τον κ. Γερ. Αρσένη των ωρών διδασκαλίας των Θρησκευτικών σε μια τάξη του λυκείου από δύο σε μία εβδομαδιαίως, αφού- κατά την «κοινή πείρα»- μία ώρα δεν αρκεί για την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» των νέων, όπως απαιτεί το Σύνταγμα.

Εξάλλου, η χούντα ήταν εκείνη που πρώτη χαρακτήρισε τα πανεπιστήμιά μας ως ΝΠΔΔ. Έως τότε, το Σύνταγμα του 1952 όριζε ότι τα ΑΕΙ «αυτοδιοικούνται υπό την εποπτείαν του κράτους, Του οι δε καθηγηταί τούτων είναι δημόσιοι υπάλληλοι»(άρθρο 16 παρ. 4). Η διάταξη, όπως και η προηγούμενη, υιοθετήθηκε και αυτή επί εμφυλίου πολέμου. Την ψήφισή της την είχαν ζητήσει τότε οι ίδιοι οι καθηγητές πανεπιστημίου. Όμως, όπως τόνιζε ο πρόεδρος της αρμόδιας Επιτροπής Αναθεωρήσεως, ακόμη και αν δεν την είχαν ζητήσει οι καθηγητές, η Βουλή θα όφειλε να την περιλάβει στο Σύνταγμα, «διά να δύναται το κράτος να λέγη εις αυτούς: “Κύριοι, θα διδάσκετε εις τα ΑΕΙ κατά τους νόμους τους ιδικούς μου και όχι κατά τας ιδικάς σας πεποιθήσεις, εάν αύται αντίκεινται προς τα καθιερωμένα υπό της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας”».

Παρά ταύτα, η ρύθμιση αυτή δεν απαγόρευε τη λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων. Όπως έκρινε το 1961 το Συμβούλιο της Επικρατείας, η παρ. 4 του άρθρου 16 του Σ. 1952

έπρεπε να εφαρμόζεται «μόνον επί των δημοσίων ΑΕΙ» και όχι επί σχολών που είχαν ιδρυθεί από ιδιώτες, όπως η Πάντειος.

Όπως προκύπτει από τα επίσημα κείμενα, ο λόγος που η χούντα όρισε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα, με ρητή διάταξη, ότι τα πανεπιστήμια είναι «αυτοδιοικούμενα ΝΠΔΔ»(άρθρο 17 παρ. 4 Σ. 1968), ήταν ακριβώς αυτός, δηλαδή η αποτροπή της ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ ή ξένων. Τη διάταξη επανέλαβε η πρώτη μεταδικτατορική Βουλή περίπου ως αυτονόητη, χωρίς καν να τη συζητήσει. Επρόκειτο για ένα ακόμη δείγμα του έντονου κρατισμού που χαρακτήριζε εκείνη την εποχή τον πολιτικό λόγο όλων των κομμάτων.(Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι ο Α. Παπανδρέου ζητούσε τότε την εποπτεία επί των ΑΕΙ να μην την ασκεί μόνο το κράτος, αλλά και άλλοι κοινωνικοί φορείς).

Κοντολογίς, αν και υιοθετήθηκε με διαφορετικό σκεπτικό σε σχέση με εκείνο της χούντας, η ισχύουσα διάταξη παράγει εξ αντικειμένου παρόμοιες έννομες συνέπειες.

Το άρθρο 16, λοιπόν, περιέχει κραυγαλέους αναχρονισμούς. Η αποσιώπησή τους στη διεξαγόμενη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν είναι μόνον ανιστορική. Είναι και ηθικοπολιτικά ανέντιμη αφού, όπως πιστεύω, οι αναχρονισμοί αυτοί υπακούουν σε μια ξεπερασμένη και βαθύτατα συντηρητική νοοτροπία.

Προπάντων, όμως, η αποσιώπησή τους είναι νομικά εσφαλμένη, αφού η διατήρηση των αναχρονισμών αυτών εμποδίζει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Για παράδειγμα, η ίδρυση «μη κρατικών αλλά πάντα μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ, με την μορφή ακαδημαϊκά αυτοδιοικούμενων(δηλαδή κατά το εκπαιδευτικό και ερευνητικό τους μέρος) νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου», όπως επί λέξει πρότεινε προ μηνών ο συνάδελφος Ευ. Βενιζέλος με άρθρο του στα «ΝΕΑ»(20.3.2006), θα παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες. Αν και ο ίδιος σήμερα φαίνεται να έχει αλλάξει γνώμη και να τάσσεται κατά της αναθεώρησης του άρθρου 16, θα ήταν κρίμα να συμβεί κάτι τέτοιο.

Ο Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών