«Η χρήση του επιθέτου «τουρκικός» στην επωνυμία ενός σωματείου αφορά τον

ατομικό αυτοπροσδιορισμό των μελών του και όχι τον συλλογικό», λέει στο άρθρο

του ο καθηγητής Ν. Κ. Αλιβιζάτος. Στη φωτογραφία ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ταγίπ

Ερντογάν από την επίσκεψή του στη Θράκη

Την περασμένη Κυριακή, ο κ. Ταγίπ Ερντογάν επανέφερε με δηλώσεις του το ζήτημα

της ίσης μεταχείρισης των μελών της μειονότητας της Θράκης. Το συνέδεσε

μάλιστα – ως μη όφειλε – με το καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην

Πόλη.

Να πρόκειται άραγε για τη γνωστή θέση όλων αδιακρίτως των τουρκικών

κυβερνήσεων; Ή μήπως, από ένα αμαρτωλό παρελθόν διακρίσεων στη Θράκη, κάποιες

εκκρεμότητες επιβιώνουν, δίνοντας λαβή – χωρίς λόγο – για δικαιολογημένες

αιτιάσεις εναντίον της χώρας μας;

Διότι μπορεί μεν από το 1990 να έγιναν στη Θράκη θεαματικά βήματα, μπορεί οι

γνωστές μπάρες προς τα πομακοχώρια να αφαιρέθηκαν, και το διαβόητο άρθρο 19 να

καταργήθηκε, ωστόσο αρκετά ελλείμματα παραμένουν. Θα προσπαθήσω να τα

απαριθμήσω, ακολουθώντας την κλασική διάκριση των συνταγματικών δικαιωμάτων σε

ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά.

Στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων, προηγείται η άρνηση του ελληνικού

κράτους να αποδώσει την ελληνική ιθαγένεια στους περίπου 200 μουσουλμάνους,

από τους οποίους την είχε αφαιρέσει στο παρελθόν, βάσει του άρθρου 19 του

κώδικα ελληνικής ιθαγένειας, και οι οποίοι έχουν επιστρέψει από μακρού στις

εστίες τους στη Θράκη. Αν και ζουν εκεί επί χρόνια ανενόχλητοι, αν και

συναλλάσσονται και φορολογούνται, παραμένουν χωρίς δελτίο ταυτότητας, δηλαδή

αντιμετωπίζονται ως ανιθαγενείς. Δεν πρόκειται για το σύνολο των λεγόμενων

«αλλογενών», από τους οποίους αφαιρέθηκε κάποτε η ελληνική ιθαγένεια με τη

διαβόητη εκείνη ρύθμιση – και που ο ακριβής αριθμός τους σήμερα δεν είναι

γνωστός – αλλά μόνον γι’ αυτούς που οι αρχές ανέχονται την παρουσία τους στην

Ελλάδα, επιβάλλοντάς τους τις υποχρεώσεις του πολίτη, χωρίς όμως και να τους

αναγνωρίζουν τα αντίστοιχα δικαιώματα.

Για το δεύτερο σε κρισιμότητα έλλειμμα στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων

των μειονοτικών, είναι βέβαιο ότι, εξίσου πολύ με τις αρχές του ελληνικού

κράτους, ευθύνονται και οι θρησκευτικοί ταγοί της μειονότητας. Πρόκειται για

τις κραυγαλέες διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, που προκαλεί η άνευ ετέρου

εφαρμογή του ιερού μουσουλμανικού νόμου (της σαρίας) στις σχέσεις

οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου των μουσουλμάνων, επειδή τάχα το

επιβάλλει η Συνθήκη της Λωζάννης. Τα θύματα της ανάλγητης αυτής πρακτικής –

γυναίκες ως επί το πλείστον, χωρίς δικαίωμα διατροφής, τις οποίες μονομερώς

κατ’ ουσίαν διαζεύχθηκαν οι σύζυγοί τους – ανέρχονται σε αρκετές εκατοντάδες.

Όπως έδειξε σε πρόσφατη μονογραφία του για το θέμα ο Γ. Κτιστάκις, η Συνθήκη

της Λωζάννης δεν επιβάλλει τη διατήρηση στη ζωή του νομικού αυτού

απολιθώματος, όταν η ίδια η Τουρκία το έχει καταργήσει από το 1926. Και, εν

πάση περιπτώσει, αν οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις διστάζουν να αναλάβουν

τη σχετική πρωτοβουλία, είναι καιρός να το πράξουν οι δικαστές, εκτοπίζοντας

ως αντίθετες προς την ελληνική δημόσια τάξη, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των

Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το Σύνταγμα τις σχετικές προβλέψεις –

ακριβέστερα, τις ερμηνείες – του Κορανίου.

Ως τρίτο έλλειμμα θα ανέφερα την άρνηση στα μέλη της μειονότητας του

δικαιώματος να αναδεικνύουν, όπως αυτοί νομίζουν, τους θρησκευτικούς ηγέτες

τους. Είναι βέβαιο ότι το δικαίωμα αυτό δεν το αναγνωρίζει ρητά η Συνθήκη της

Λωζάννης. Το αναγνωρίζει, εν τούτοις, ως εγγενές δικαίωμα όλων των

θρησκευτικών κοινοτήτων το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου. Το

ερμηνευτικό αυτό δεδικασμένο θα απασχολήσει αργά ή γρήγορα τις αρχές της χώρας

μας, που – όπως πιστεύω – δεν θα μπορούν να επικαλούνται για πολύ ακόμη ότι

επειδή ο μουφτής είναι ταυτόχρονα και ιεροδίκης, δεν μπορεί να εκλέγεται, αφού

στην Ελλάδα οι δικαστές δεν εκλέγονται.

Άφησα τελευταίο το δικαίωμα ενώσεως, που η περσινή απόφαση του Αρείου Πάγου

για τη διάλυση της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης» εκτόξευσε στο επίκεντρο της

επικαιρότητας. Θα πρέπει ευθύς εξαρχής να τονισθεί ότι το δικαίωμα ενώσεως –

το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι όπως το ονόμαζαν οι παλαιότεροι – δεν είναι

συλλογικό αλλά ατομικό δικαίωμα συλλογικής δράσης. Με άλλα λόγια, με το

δικαίωμα ενώσεως κάθε πολίτης ατομικά έχει το δικαίωμα να δρα από κοινού με

άλλους, για την επιδίωξη ενός νόμιμου σκοπού. Η χρήση λοιπόν του επιθέτου

«τουρκικός» στην επωνυμία ενός σωματείου αφορά τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό

των μελών του και όχι τον συλλογικό. Είναι σαν να λέμε «Ένωση Κεφαλήνων» ή

«Αδελφότητα Αχαιών».

Αν ο σκοπός του σωματείου είναι νόμιμος, τότε, κατά το ελληνικό Σύνταγμα και

τον νόμο, αυτό δεν μπορεί να διαλυθεί επειδή τα μέλη του αυτοπροσδιορίζονται

όπως αυτά βούλονται. Διότι το δικαίωμα του ατομικού αυτοπροσδιορισμού, όπως

όλοι πλέον δέχονται σήμερα, είναι κατοχυρωμένο και δεν υπόκειται κατ’ αρχήν σε

περιορισμούς. Η αντίθετη εκδοχή θα κατέληγε στο παράλογο συμπέρασμα ένα

φιλοβασιλικό σωματείο να μπορεί να διαλυθεί επειδή τα μέλη του

αυτοπροσδιορίζονται ως βασιλόφρονες και όχι διότι οι σκοποί και τα μέσα δράσης

του προσβάλλουν το Σύνταγμα και τον νόμο.

Κοντολογίς, η υπόθεση της Τουρκικής Ένωσης δεν αφορά τον συλλογικό

αυτοπροσδιορισμό της μειονότητας ως εθνοτικής αλλά τον ατομικό των μελών της.

Με αυτή τη σκέψη φρονώ ότι η περσινή αμετάκλητη απόφαση της Ολομέλειας του

Αρείου Πάγου δεν είναι ορθή.

Όσον αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα των μελών της μειονότητας,

περιορίζομαι να υπογραμμίσω τη θετική λειτουργία της ποσόστωσης για την

εισαγωγή στα ΑΕΙ της χώρας, που εισήγαγε ο Γ. Παπανδρέου, ως υπουργός Παιδείας

το 1994-1996. Τα παιδιά της μειονότητας, που – κυρίως λόγω γλώσσας –

μειονεκτούσαν σε σχέση με τα χριστιανόπαιδα με τα οποία συνδιαγωνίζονταν, δεν

χρειάζεται πια να πηγαίνουν υποχρεωτικά στην Τουρκία για να γίνουν γιατροί ή

δικηγόροι.

Κατά τα λοιπά, η χορήγηση από το 2002 επιδόματος από την Εκκλησία της Ελλάδος

προς τις χριστιανικές και μόνον οικογένειες της Θράκης, οι οποίες αποκτούν

τρίτο παιδί, προσβάλλει τις αρχές της ισοπολιτείας και της θρησκευτικής

ουδετερότητας του κράτους. Διότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι χωρισμένη

από το κράτος, το οποίο, αντίθετα τη χρηματοδοτεί και μισθοδοτεί τους

λειτουργούς της.

Όσον αφορά, τέλος, τα πολιτικά δικαιώματα των μελών της μειονότητας, θα

στιγματίσω, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς

που κατά κόρον ακούσθηκαν μετά την αναγγελία της υποψηφιότητας της Γκ.

Καραχασάν. Πέρα από τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία που εκφράζουν, τέτοιοι

χαρακτηρισμοί προδίδουν μια νοοτροπία που δεν συμβιβάζεται με τις θεμελιώδεις

αρχές του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.

Στις ανωτέρω απόψεις, είμαι βέβαιος ότι πολλοί θα καταλογίσουν πολιτική

αφέλεια. «Όταν οι Τούρκοι μεταχειρίζονται όπως μεταχειρίζονται τους Έλληνες

της Πόλης», θα πουν, «πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζονται για τη μειονότητα

της Θράκης τέτοιες απόψεις;». Άλλοι πάλι θα υπενθυμίσουν το αίμα που χύθηκε σε

άλλα χρόνια, το μίσος και τα πάθη που σημάδεψαν τις σχέσεις Ελλήνων και

Τούρκων επί αιώνες.

Στους τελευταίους, θα απαντήσω όσο πιο ξεκάθαρα μπορώ ότι, πράγματι, η

συνεννόηση για το σήμερα και το αύριο – και, πολύ περισσότερο, η κατανόηση και

η ειλικρινής φιλία – δεν μπορούν να χτιστούν πάνω στην αποσιώπηση των

ωμοτήτων, ούτε στη λήθη. Αρκεί η μελέτη του παρελθόντος να μην είναι

επιλεκτική, η απόδοση των ευθυνών να μην είναι μονόπλευρη, και η ανάδειξη των

σκοτεινών στιγμών του χθες να μη χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να

υπηρετηθούν ανομολόγητες σκοπιμότητες, συναισθηματικές, εκλογικές ή άλλες.

Όσο για τους επικριτές της σημερινής Τουρκίας, γι’ αυτούς δηλαδή που δεν

εμπιστεύονται τις όποιες φιλοευρωπαϊκές διακηρύξεις των ηγητόρων της και

αναδεικνύουν την αμοιβαιότητα ως δυσάρεστο μεν αλλά αναπόφευκτο κατευθυντήριο

άξονα μιας ρεαλιστικής πολιτικής απέναντί της, θα τους απαντούσα ως εξής: τα

δικαιώματα του ανθρώπου είναι στον πυρήνα τους αδιαίρετα και οικουμενικά. Στις

πολιτισμένες χώρες δεν νοείται σχετικοποίηση της προστασίας τους, ούτε

συμψηφισμοί. Ο σεβασμός τους, ακόμη και έναντι εκείνων που πιστεύουμε ότι

μπορεί να τα χρησιμοποιήσουν για να στραφούν εναντίον μας, είναι ο καλύτερος

τρόπος για να τους αφοπλίσουμε. Και προπάντων για να ζήσουμε μαζί τους

ειρηνικά και με αξιοπρέπεια.

Ο Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σε συνεργασία με τουρκικό δικηγορικό γραφείο, έχει

αναλάβει την υποστήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενώπιον του Ευρωπαϊκού

Δικαστηρίου του Στρασβούργου, στην υπόθεση του ορφανοτροφείου της Πριγκήπου.