Το πρωί δεν πήγε σχολείο, οι δάσκαλοι απεργούσαν. Θα έπρεπε να χαίρεται, αλλά

κάτι σαν αμφιβολία τού «δάγκωσε» το πίσω μέρος του μυαλού. Μήπως, κατά βάθος,

ήθελε να πάει στο σχολείο; Η γνωριμία με τον διπλανό μόλις είχε αρχίσει, μετά

δυσκολίας που η δασκάλα δεν την υποψιάζεται. Όλο τούς μαλώνει όταν μιλάνε,

ξεχνάει πόσο ντελικάτη είναι η κατάσταση μεταξύ τους. Το ποιος θα αρχίσει

πρώτος την κουβέντα, ποιος θα είναι πιο τολμηρός. Θα εκτιμηθεί το αστείο που

θα ψιθυρίσει; Η δική της παρέμβαση θα τους ενώσει ή θα τους χωρίσει με τρόπο

που θα κάνει μήνες να ξεπεραστεί; Εκείνη όλο φωνάζει: «Σιωπή εκεί πίσω!» Τώρα

θα μπορούσε να τον βλέπει και να χαίρεται· σιωπή μέσα στο σπίτι. Για την

ακρίβεια, θόρυβος της τηλεόρασης, που προσπαθεί να ξεγελάσει την ανάγκη του

για επικοινωνία. Πέρασε τόσους μήνες πια με τους γονείς και την οικογένεια,

μπούχτισε. Ήθελε να δει τι θα γινόταν σήμερα στο διάλειμμα, είχε πάρει φόρα να

σπάσει την κρούστα μιας κλειστής παρέας που άρχισε να σχηματίζεται, περίμενε

την γκριμάτσα της πιο ωραίας και πιο στριμμένης από τις συμμαθήτριες, που

επιβραβεύει άπονα τους πιο κραυγαλέους και σαρκάζει τους πιο ντροπαλούς. Ίσως

τώρα αυτοί να τηλεφωνιούνται μεταξύ τους κι εκείνος να μην το ξέρει. Μοίρα

σκληρή των παιδιών, άνοιξε πάλι τα σχολεία, να πάμε να αναμετρηθούμε επί ίσοις

όροις. Για μια βδομάδα μόνο ακόμα, κι ύστερα κλείσε τα ξανά, αν έτσι πρέπει.

Να προλάβουν και οι αργοί βιορυθμοί να εκφραστούν κάπως. Τι τρομερό, να

ανακαλύπτεις μέσα στη μελαγχολία της πρώτης φθινοπωρινής βροχής ότι δεν έχεις

άλλον τόπο να συναντήσεις τον κόσμο σου, μόνο αυτό το ρημάδι το σχολείο…