Δυο λέξεις που τις ακούς συχνά, όλο και πιο συχνά. Νομίζεις ότι δείχνουν καλή

θέληση. Αλλά αν το καλοσκεφτείς είναι απλώς η έκφραση του συμβιβασμού, της

παραίτησης. Η αποδοχή του λίγου, του λιγότερου, του ελάχιστου.

Ξέρεις κάπου μέσα σου τι δεν είναι. Δεν είναι αυτό που θέλουμε, αυτό που

χρειάζεται, αυτό που πρέπει. Δεν είναι καν το… αρκετό.

Είναι απλώς το «κάτι» που δεν αφήνει το «τίποτα» να κυριαρχήσει.

Αλλά δεν το λέμε. Δεν αγανακτούμε, δεν φωνάζουμε, δεν διαμαρτυρόμαστε. Με ένα

«πάλι καλά» ξεμπερδεύουμε κι ούτε που φαίνεται ο συμβιβασμός της ψυχής μας.

Δεκάδες παιδιά κακοποιούνται, τα περισσότερα από τους ίδιους τους γονείς τους

– κάποια καταφέρνουν να επιζήσουν, έστω πληγωμένα, αγιάτρευτα. Πάλι καλά.

Δεκάδες ηλικιωμένοι ζουν μόνοι και εγκαταλελειμμένοι – προστέθηκαν μερικές

θέσεις στο γηροκομείο. Πάλι καλά.

Το περιβάλλον καταστρέφεται, άνθρωποι ξεριζώνονται, οι άνεργοι αυξάνονται, ο

μισός πλανήτης πεινάει – η σύνοδος των υπουργών ασχολήθηκε με το θέμα. Πάλι

καλά.

Δεκάδες ζώα βασανίζονται, πεθαίνουν εξαθλιωμένα μπροστά στα μάτια μας – κάποια

βρίσκουν σπίτι. Πάλι καλά. Εδώ δεν σεβόμαστε τους ανθρώπους.

Σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, το τίποτα γίνεται καθημερινό, φυσικό,

αναπόφευκτο. Οι ζωές μας ευτελίζονται, παρακολουθούνται, ξεπέφτουν, χάνουν το

νόημα.

Εμείς, απλοί παρατηρητές χωρίς αντίσταση, περιοριζόμαστε σε ένα «πάλι καλά».

Για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε ίδιοι.

Μόνο που κι αν δεν είμαστε ίδιοι, δεν είμαστε και αλλιώτικοι.

Σκέφτομαι μια μικρή αλλαγή: Αντί για «πάλι καλά», να λέμε «θέλω περισσότερα».