Ο Μπομπ Ντίλαν υπογράφει ο ίδιος την παραγωγή στον νέο δίσκο του με το

ψευδώνυμο Τζακ Φροστ. «Κανείς δεν ξέρει πώς πρέπει να ακούγομαι, εκτός από

μένα, κανείς δεν ξέρει τι θέλει από τους μουσικούς μου, εκτός από μένα», λέει

«Αυτά τα τραγούδια είναι γραμμένα στα γονίδιά μου. Όταν τα έγραψα δεν

σκεφτόμουν τίποτα. Σαν να βρισκόμουν σε κατάσταση ύπνωσης. Αν ένιωθα έτσι και

γιατί; Δεν ξέρω την απάντηση. Ξέρω μόνο ότι δεν μπορούσα να εμποδίσω αυτά τα

τραγούδια να βγουν από μέσα μου». Στα 65 του, ο Μπομπ Ντίλαν, με 31 άλμπουμ

στο ενεργητικό του, αναγνωρίζει εύκολα πλέον την κινητήρια δύναμη που κρύβεται

πίσω από μία νέα δουλειά. «Θα έκανα αυτόν τον δίσκο ό,τι κι αν συνέβαινε στον

κόσμο». Ο λόγος για το «Modern Times», το νέο του άλμπουμ που κυκλοφόρησε τέλη

Αυγούστου και του χάρισε το πρώτο του νούμερο ένα στην Αμερική έπειτα από το

1976.

Είναι το τρίτο άλμπουμ στη σειρά που κερδίζει κριτικούς και φαν.

Προηγήθηκαν το σκοτεινό «Time out of mind» το 1997 και το πιο χαρούμενο «Love

and theft» το 2001. Πολλοί θεωρούν ότι τα τρία άλμπουμ μαζί συνθέτουν μία

τριλογία. Ο ίδιος διαφωνεί: «Το «Time out of mind» περιγράφει την επιστροφή

μου στον αγώνα, την προσπάθειά μου να ξεφύγω από τη γωνία. Όταν έβγαλα το

«Love and theft», τα είχα ήδη καταφέρει. Σε αυτόν τον δίσκο, εγώ δεν βρίσκομαι

πουθενά. Έχω ήδη φτάσει μακριά. Δεν είχα περιορισμούς. Ήθελα απλά κάθε φράση

να είναι καθαρή, να έχει ένα σκοπό. Αν υπάρχει τριλογία, θα έλεγα ότι ξεκίνησε

με το «Love and theft» και το «Modern Times» είναι το δεύτερο στη σειρά. Δεν

έχω γράψει ακόμα το τρίτο μέρος. Θα το κάνω, αν αποφασίσω να ξαναμπώ στο

στούντιο».

Ο Ντίλαν σχεδόν σοβαρολογεί. Είναι γνωστή η σχέση αγάπης-μίσους που έχει με το

στούντιο. «Δεν μου άρεσε ποτέ να κάνω δίσκους», εξομολογείται στο περιοδικό

«Rolling Stone». «Το κάνω με το ζόρι. Τη δεκαετία του ’90 ήθελα να σταματήσω.

Αλλά μου πρόσφεραν ένα συμβόλαιο που δεν μπορούσα να αρνηθώ κι έτσι έκανα το

«Time out of mind»».

Αυτή τη φορά όμως, τα πράγματα ήταν καλύτερα. Έφερε στο στούντιο τους

μουσικούς που ήθελε, την μπάντα που τον συνοδεύει τα τελευταία χρόνια στον

δρόμο, «στην περιοδεία που δεν τελειώνει ποτέ». «Είναι η καλύτερη μπάντα που

είχα ποτέ. Όλοι τους είναι εξαιρετικοί. Όταν παίζεις με τους ίδιους 100 φορές

το χρόνο, ξέρεις τι μπορούν και δεν μπορούν να κάνουν, σε τι είναι καλοί, αν

τους θέλεις ή όχι. Θέλει πολύ χρόνο για να βρεις καλούς μουσικούς. Μπορούν να

παίξουν τα πάντα, συχνά εκπλήσσουν ακόμα και μένα. Σε αυτόν τον δίσκο, δεν

χρειαζόταν να μάθω τίποτα σε κανένα. Αισθάνθηκα ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω».

«Τι στο διάολο να πω;»

* «Δεν ξέρω κανένα δίσκο που ο ήχος του να ακούγεται αξιοπρεπώς τα

τελευταία 20 χρόνια. Δεν έχουν ευκρίνεια, δεν ακούγονται τα φωνητικά, είναι

μόνο θόρυβος. Το CD είναι μικρό, δεν έχει ανάστημα».

* «Δεν ακούω ποτέ τους δίσκους μου. Δεν καταλαβαίνω αυτούς που βλέπουν

τις ταινίες τους ή διαβάζουν τα βιβλία τους».

* «Η μουσική είναι φτιαγμένη για να ακούγεται σε ένα μικρό κλαμπ με τον

ήχο να αναπηδά στους τέσσερις τοίχους, όχι για να παίζεται σε στάδια».

* «Μου λένε ότι δεν μιλάω στη σκηνή. Τι στο διάολο να πω;».

* «Πάντα ήθελα να σταματήσω όταν βρίσκομαι στην κορυφή. Ήθελα να μη με

ξεχάσουν ποτέ. Νιώθω ότι τώρα τα κατάφερα αλλά δεν σχεδιάζω να βγω στη σύνταξη ακόμα».