Στο υπόγειο έχει… βρει καταφύγιο το πωλητήριο του Εθνικού Αρχαιολογικού

Μουσείου, όταν αντίστοιχα πωλητήρια σε μεγάλα μουσεία του εξωτερικού είναι το

πρώτο που βλέπει ο επισκέπτης. «DVD του μουσείου έχετε;» ρωτάει τουρίστας. «Όχι»!

Το πρώτο πράγμα που βλέπεις στα μεγάλα μουσεία του εξωτερικού, αλλά και στο

Μουσείο Μπενάκη ή στο Κυκλαδικό, που λειτουργούν σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα,

είναι το «μαγαζί» με τα ενθύμια της επίσκεψης, αντίγραφα έργων τέχνης,

κοσμήματα και χρηστικά αντικείμενα που γίνονται ανάρπαστα και αποτελούν κύρια

πηγή εσόδων για τη συντήρησή τους.

Στα κρατικά μουσεία η εικόνα είναι διαφορετική: «Κρυμμένα» συνήθως πωλητήρια,

μικρή προσφορά αντιγράφων, σύγχρονες εφαρμογές χωρίς φαντασία και πολύ

μικρότερα έσοδα, παρότι τα πωλητήρια έχουν το copyright (το δικαίωμα παραγωγής

πιστών αντιγράφων) σημαντικότατων έργων αρχαίας τέχνης, που θα μπορούσαν να

είναι εξαγώγιμα και ευπώλητα. Οι λόγοι; Τα πωλητήρια λειτουργούν με

ανειδίκευτους συμβασιούχους, ο ρυθμός παραγωγής των αντιγράφων είναι πολύ

αργός, οι δημόσιοι μειοδοτικοί διαγωνισμοί στοχεύουν στη χαμηλή τιμή, οι νέες

σειρές προϊόντων δεν «φυσάνε» (αισθητικά), υπηρεσίες κοντράρονται στην

αρμοδιότητα…

Για τα ιδιωτικά μουσεία, αντιθέτως, τα πωλητήρια αποτελούν κύρια πηγή εσόδων.

«Κάθε χρόνο προσφέρουν κάπου 850.000 ευρώ από τα καθαρά κέρδη τους στην

πληρωμή των δαπανών λειτουργίας του Μουσείου και καλύπτουν περίπου το 30-35%

των εξόδων του», λέει η υπεύθυνη του πωλητηρίου του Μουσείου Μπενάκη, Δέσποινα

Γερουλάνου.

Κάθε χρόνο τα κέρδη αυξάνονται. Κάθε καινούργια έκθεση γίνεται αφορμή για τη

δημιουργία νέων προϊόντων που ελέγχονται σχολαστικά, φροντίζοντας έτσι να

ενισχύονται και κάποιες παραδοσιακές τέχνες.

Στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης η κ. Ντόλη Γουλανδρή εισήγαγε πρώτη στην Ελλάδα

την παραγωγή αντικειμένων με σύγχρονο ντιζάιν εμπνευσμένο από τα εκθέματα.

Σήμερα, όπως λέει ο διευθυντής του Μουσείου Νίκος Σταμπολίδης, «το πωλητήριο

είναι βασική πηγή εσόδων. Με 200.000 ευρώ κέρδη τον χρόνο, καλύπτει το 20% των

εξόδων λειτουργίας του Μουσείου και αποτελεί τον πρεσβευτή του σε προσωπικούς

χώρους».


Αν έχει κανείς χώρο και 3.000 ευρώ μπορεί να αποκτήσει ακόμη και ένα πιστό

αντίγραφο (σε βαμμένο γύψο όμως) του Ποσειδώνα του Αρτεμισίου από το Εθνικό

Αρχαιολογικό Μουσείο. Βέβαια, απαιτείται παραγγελία και χρόνος κάποιων μηνών

Στα κρατικά μουσεία και τα μνημεία τα πωλητήρια τα λειτουργούν διαφορετικοί

φορείς: το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων με 28 πωλητήρια και ο Οργανισμός

Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού με 10. Το πιο γνωστό βρίσκεται χωμένο στο

υπόγειο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Διαθέτει κάπου 737 είδη, από τα

οποία 120 είναι σύγχρονες «εφαρμογές» (παζλ, μπλουζάκια με αρχαιοελληνικά

σχέδια) που είναι και οι πλέον κερδοφόρες, παρότι το βαρύ πυροβολικό είναι τα

εκμαγεία έργων αρχαίας τέχνης και κοσμημάτων. Στα πλεονεκτήματά του

συγκαταλέγονται οι χαμηλές τιμές – έναντι 300-800 ευρώ αγοράζει κάποιος πιστό

αντίγραφο σπάνιου αγάλματος!

«Μέσα στο 2005 είχαμε έσοδα από τις πωλήσεις 1.740.000 ευρώ και φέτος έχουμε

ήδη φτάσει το 1.300.000 ευρώ », λέει στα «ΝΕΑ» ο Σταμάτης Μαύρος, παραιτηθείς

(χτες) πρόεδρος του Οργανισμού Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού, που

δημιουργήθηκε για να διευκολύνει την ανάπτυξη και την εκμετάλλευση αυτού του

πλούτου. «Θελήσαμε να εισάγουμε τα πωλητήρια στη λογική των μουσείων όλου του

κόσμου, που απευθύνονται σε ευρεία γκάμα κοινού – από μαθητές έως

επιχειρήσεις. Ακόμα και στη Δήλο ανοίξαμε φέτος πωλητήριο».

Τα έσοδα των κρατικών πωλητηρίων συγκρινόμενα με ένα «ιδιωτικού» μουσείου,

όπως είναι το Μουσείο Μπενάκη, είναι ελάχιστα. Τι φταίει; «Τα πωλητήρια έχουν

πρόβλημα χωροθέτησης και αρτηριοσκληρωτικής διαχείρισης. Ετοιμάζουμε 150 νέους

κωδικούς, αλλά η παραγγελία δεν προχωράει, καθώς το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων

δεν παραχωρεί 100 εκμαγεία. Όμως, το κέρδος που αποκομίζει ο ΟΠΕΠ από την

πώληση αντιγράφων του ΤΑΠΑ, αφαιρουμένου του ΦΠΑ, είναι αμελητέο: 7%».


Αόρατα μαγαζάκια

Ένας «Μοντιλιάνι» ηλικίας 4.800 ετών, ήτοι μια κυκλαδική κεφαλή που θα

μπορούσε να είναι σύγχρονο έργο, σε πιστό αντίγραφο, είναι το μπεστ σέλερ του

Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης (83 ευρώ)

Μικρά – αναλογικά – έσοδα φέρνουν και τα 28 πωλητήρια του Ταμείου

Αρχαιολογικών Πόρων. «Στο διάστημα 2004 έως τον Ιούλιο 2006 εισπράχθηκαν

4.900.000 ευρώ . Τα τελευταία χρόνια επενδύθηκαν 2.000.000 ευρώ στο άνοιγμα

νέων πωλητηρίων και από το Δ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης προγραμματίζεται

επένδυση άλλων 2.000.000 ευρώ », λέει η πρόεδρος του ΤΑΠ, Κατερίνα

Ρωμιοπούλου. «Το να έχει κάθε μουσείο και χώρος της Ελλάδας τον αρχαιολογικό

οδηγό του είναι προτεραιότητα για το ΤΑΠ». Το πωλητήριο του ΤΑΠ στο κέντρο της

Αθήνας, όμως, στεγάζεται σε δυο… αόρατα μαγαζάκια στο βάθος μιας στοάς στην

Πανεπιστημίου 57. Τα κοσμήματα, πιστά αντίγραφα αρχαίων ελληνικών, στις

προθήκες, είναι μαυρισμένα και δεν ελκύουν, παρά τη χαμηλή τιμή τους (150 ευρώ

για ένα ασημένιο μυκηναϊκό περιδέραιο).


Ο Δίσκος της Φαιστού και ο «Μοντιλιάνι» στα μπεστ σέλερ

Τα εκκλησιαστικά, ασημένια, αντίγραφα (όπως εδώ η ανάγλυφη λεκάνη αγιασμού

του 18ου αιώνα – με τιμή 665 ευρώ) του παλαιότερου πωλητηρίου, στο Μουσείο

Μπενάκη, γίνονται ανάρπαστα

Ένα αντίγραφο του μυστηριώδους δίσκου της Φαιστού (50 ευρώ), ένα κυκλαδικό

ειδώλιο που μοιάζει σαν να βγήκε από τα χέρια του Μοντιλιάνι (156 ευρώ), ένα

επάργυρο κάλυμμα Ευαγγελίου (140 ευρώ) και τα τι-σερτ (20 ευρώ) είναι τα

μπεστ-σέλερ στα καταστήματα των μουσείων.

Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ακόμα και Ερμή του Πραξιτέλους μπορεί

να αποκτήσει κάποιος με 3.000 ευρώ. Ξεκινά όμως από μολύβια, μπλοκάκια και

παζλ (προς 2-8 ευρώ) εμπνευσμένα από ελληνικά μοτίβα και φτάνει σε αντίγραφα

εκατοντάδων αγαλμάτων (με πρώτα σε ζήτηση τον Μέγα Αλέξανδρο και την Υγεία).

Στο Μουσείο Μπενάκη το πωλητήριο διαθέτει 2.000 είδη, από σύγχρονες

«εφαρμογές» και προωθημένο ντιζάιν. Ακόμη και είδη ένδυσης, σπιτιού ή γραφείου

περιλαμβάνει το «μενού». Το πωλητήριο για… προχωρημένους του Μπενάκη της

Πειραιώς είναι το βασίλειο ενός κεφάτου σύγχρονου ντιζάιν, όπου διασταυρώνεται

η έμπνευση από το παλιό με τα σύγχρονα υλικά. Σε πολλά κοσμήματα ο χρυσός και

το ασήμι δένονται με χρωματιστά νήματα, κλωστές και κεντήματα, χαρτί ή

πλαστικό, σε δημιουργίες καλλιτεχνών και νέων της θεραπευτικής κοινότητας

«Διάβαση».


Και μια σύγχρονη εφαρμογή με βάση τα παραδοσιακά κεντήματα από το Μουσείο

Μπενάκη. Τσάντα ταξιδιού, νεσεσέρ και παπουτσοθήκη έναντι 46, 23 και 13 ευρώ

Στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης πέρα από τα περίφημα κυκλαδικά ειδώλια

(από 30 ευρώ) υπάρχουν και σύγχρονες εφαρμογές, όπως αλουμινένια χρηστικά

κουτιά, μπολ (37-80 ευρώ), τασάκια, πρες παπιέ, μαξιλάρια και σταμπωτά υφάσματα.