Δεν μπορεί να πάει στη Γαλλία, επειδή κινδυνεύει να συλληφθεί. Αυτό όμως

δεν εμπόδισε τον Αρκάντι Γκαϊνταμάκ να αγοράσει τη γαλλική εφημερίδα «Φρανς

Σουάρ».

Αρκάντι Γκαϊνταμάκ. Μετά τα «Νέα της Μόσχας», αγόρασε στη Γαλλία τη «Φρανς Σουάρ»

H δράση του Γκαϊνταμάκ, από τα διεθνή εμπόρια και λαθρεμπόρια έως την

πολιτική, τον αθλητισμό και τις διεθνείς διαμεσολαβήσεις, τον καθιστά σίγουρα

καλό «πελάτη» των δημοσιογράφων. Εκδότη όμως; Ιδιοκτήτης των «Νέων της

Μόσχας», ο Γκαϊνταμάκ δεσμεύτηκε να μην προβεί σε απολύσεις ούτε σε μειώσεις

μισθών και να πληρώσει όλα τα χρέη της «Φρανς Σουάρ».

Ο Γκαϊνταμάκ είναι πολίτης του Ισραήλ, της Γαλλίας, της Αγκόλας και του Καναδά

και από το 2002 ζει στη Μόσχα. Ασκείται καθημερινά στο καράτε και δίνει

σπανίως συνεντεύξεις. Οι Γάλλοι δικαστές εξέδωσαν το 2000 διεθνές ένταλμα

σύλληψης εις βάρος του για λαθρεμπόριο όπλων με την Αγκόλα (πρόκειται για την

ίδια υπόθεση που οδήγησε στη φυλακή τον Ζαν-Κριστόφ Μιττερράν, γιο του πρώην

προέδρου της Γαλλίας). Υποστηρίζει πως είναι αθώος και πως κάποια μέρα θα

απαντήσει στις ερωτήσεις της γαλλικής Δικαιοσύνης, ωστόσο προβλήματα με τη

Δικαιοσύνη (για ξέπλυμα χρημάτων) έχει και στο Ισραήλ. Αυτό πάντως δεν

εμποδίζει τον Γκαϊνταμάκ, ιδιοκτήτη των ομάδων ποδοσφαίρου Μπετάρ Τζερούζαλεμ

και μπάσκετ Χαποέλ Τζερούζαλεμ, να δίνει δεξιώσεις με προσκεκλημένη την

ισραηλινή πολιτική αφρόκρεμα.

Γεννήθηκε στη Μόσχα τον Απρίλιο του 1952 και 19 ετών μετανάστευσε στο Ισραήλ,

όπου έμεινε σε κιμπούτζ και εργάσθηκε ως λιμενεργάτης. Έπειτα από έξι μήνες

πήγε στη Γαλλία, όπου έζησε 30 χρόνια δουλεύοντας ως ελαιοχρωματιστής,

μεταφραστής και μετά ως ιδιοκτήτης εταιρείας μεταφράσεων τεχνικών κειμένων,

από την οποία λέει πως κέρδισε εκατομμύρια δολάρια. «Όταν ξεκίνησα τις

επιχειρήσεις στον μετασοβιετικό χώρο, τη δεκαετία του 1980, είχα ένα κεφάλαιο,

αντίθετα από άλλους επιχειρηματίες», τονίζει. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980

ζούσε ανάμεσα στο Παρίσι και το Λονδίνο μεταπωλώντας στη Δύση άνθρακα, μέταλλο

και πετρέλαιο που αγόραζε από τη Ρωσία. Το 1992 άρχισε να εργάζεται στην

Αγκόλα ως σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών και του προέδρου της χώρας. Το

1995, κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία, πέτυχε την απελευθέρωση δύο

Γάλλων πιλότων που είχαν αιχμαλωτισθεί από τους Σέρβους. Το 1997, χάρη στις

επαφές του στους κόλπους των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, συνέβαλε στην

απελευθέρωση τεσσάρων Γάλλων ομήρων στο Νταγκεστάν.

Οι διαμεσολαβήσεις αυτές και οι αγορές των «Νέων της Μόσχας», τον Οκτώβριο,

και τώρα της «Φρανς Σουάρ» εντάσσονται στην προσπάθειά του να βελτιώσει την

εικόνα του. Για τα «Νέα της Μόσχας» είπε ότι θα γίνουν «φιλοκυβερνητικά»

επειδή «οι εφημερίδες δεν πρέπει να στρέφονται εναντίον μιας εξουσίας

εκλεγμένης με δημοκρατικές εκλογές»! Τη «Φρανς Σουάρ» θέλει, λέει, να την

κάνει εφημερίδα «ενδιαφέρουσα», την οποία να αγοράζει κάποιος «για να τη

διαβάσει, όχι για να τυλίξει πράγματα»…