Σκηνή από την παράσταση «Μπαμπά μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή»

Τυπικά η κριτική θεάτρου ασχολείται με το θέατρο, τη δραματουργία, την

υποκριτική, την ιδεολογία και την υφολογία των στυλ και, βέβαια, με το

θεατρικό κοινό. Γιατί σ’ αυτό απευθύνεται· ανάμεσα στο κοινό και στη θεατρική

πράξη προσπαθεί, με τις δυνάμεις της και τις αδυναμίες της, να κτίσει μια

γέφυρα επικοινωνίας. Αλλά ό,τι μου προξένησε ένα επικοινωνιακό σοκ, με την

«Παράσταση» που παρακολούθησα, δεν ανήκε στη δικαιοδοσία της κριτικής.

Εξάλλου, δεν την έχει ούτε ανάγκη. Και δεν την έχει ανάγκη, διότι η κριτική

στον τόπο μας έχει μια γενναία ιστορία ενός αιώνος που γράφεται κυρίως στις

εφημερίδες και τα περιοδικά. Και οι θεατές αυτών των «παραστάσεων» δεν

διαβάζουν ούτε εφημερίδες ούτε περιοδικά με κριτικές στήλες.

Επί του προκειμένου, λοιπόν. Θέλησα να παραβώ λίγο τον κανόνα των καθηκόντων

μου και έσπασα ένα είδος εμπάργκο που έχουν επιβάλει στη δουλειά μου τα ίδια

τα πράγματα. Έχω ως επαγγελματίας θεατής να δω περίπου 200 παραστάσεις τη

σεζόν. Εγχείρημα εκ των πραγμάτων αδύνατον. Πώς να δεις και πού να γράψεις για

παραστάσεις βλέποντας κάθε μέρα επί διακόσιες ημέρες θέατρο; Άρα κάνεις

επιλογές. Και κρίνεσαι για τις επιλογές σου. Κριτήρια των επιλογών, η

κουλτούρα των αναγνωστών σου, οι ανάγκες τους, αλλά και η ιστορία της

εφημερίδας σου. Ύστερα από 35 χρόνια διακονίας στις ίδιες στήλες ξέρεις

περίπου ποιοι σε διαβάζουν και τι θέλουν να δεις για να ακούσουν μια δεύτερη

γνώμη. Άφηνα λοιπόν απέξω «παραστάσεις» που ονομάζονται στην αγορά

τηλεοπτικές. Και δεν είναι ώρα και τόπος πλέον για να αποσαφηνίσω τον όρο. Για

λόγους κοινωνιολογικούς, δηλαδή για να μελετήσω λίγο την ευρύτερη κοινωνία του

θεάματος, είδα την «παράσταση» «Μπαμπά μην ξαναπεθάνεις, Παρασκευή» των

Αλέξανδρου Ρήγα και Δημήτρη Αποστόλου, με σκηνοθεσία του πρώτου.

Το θέαμα παίζεται για δεύτερη χρονιά με άλλη διανομή, με κοσμοσυρροή. Είναι

αυτό που λέγεται κοινώς «εμπορική επιτυχία». Αναμφισβήτητη. Εξάλλου, η

παραγωγή είναι πολυδάπανη. Μεγάλο πολυδιάστατο σκηνικό, μουσικές, βίντεο και

δέκα ηθοποιοί με πολλές αλλαγές κοστουμιών. Ο παραγωγός έχει επενδύσει λεφτά

και τα βγάζει. Από τα εισιτήρια, από τις διαφημίσεις στο πρόγραμμα και από τις

πολλές γκρίζες διαφημίσεις μέσα στο κείμενο του έργου. Τι δεν περνάει με

«φαιό» τρόπο (ραδιοφωνικοί σταθμοί, περιοδικά ποικίλης ύλης, ηρεμιστικά,

αναψυκτικά, καλλυντικά, ονομαστικά, φιρμάτα)!! Είχα την εντύπωση πως αυτό

άλλοτε εθεωρείτο δεοντολογικώς απαράδεκτο.

Αλλά ας αρχίσουμε από τους θεατές. Βλέποντας τα πλήθη να συρρέουν, ακόμη και

με πούλμαν από την επαρχία, θυμήθηκα, όταν τους είδα να παρακολουθούν και πώς

την «παράσταση», ένα έξοχο άρθρο πριν από χρόνια του μακαρίτη φίλου Παύλου

Ζάννα, περί «Μη-κοινού». Πράγματι υπάρχει και αυτό το είδος θεατών. Εξάλλου

«κοινό» σημαίνει ομάδα ανθρώπων που έχουν κοινότητα ενδιαφερόντων, σκοπών,

μόρφωσης και εξοικείωσης με το θέαμα. Γι’ αυτό λέμε συνήθως το «θεατρικό

κοινό», το «φίλαθλο κοινό», το «αναγνωστικό κοινό», το «φιλόμουσο κοινό». Το

θεατρικό κοινό έχει αναγνωρίσιμα «χούγια». Σέβεται τον χώρο, σέβεται την

τελετή, σέβεται το θέαμα.

Στο θέατρο «Ήβη», οι θεατές ήταν κοινό αλλά τηλεοπτικό, όχι θεατρικό.

Χειροροκροτούσε όχι ρόλους αλλά αναγνωρίσιμες φιγούρες γνωστές από τη μικρή

οθόνη. Σηκωνόταν, όπως από τον σπιτικό καναπέ, στη διάρκεια της παράστασης και

ξαναερχόταν με ποτά, ξηρούς καρπούς και καλαμάκια. Αναφερόταν στους επί σκηνής

ηθοποιούς ούτε με το όνομά τους ούτε με τον ρόλο τους αλλά με τον τηλεοπτικό

τους ρόλο. Άρα, ήταν ένα μη-κοινό θεάτρου. Πώς μαζεύονται οι γείτονες γύρω από

τον γέροντα που σωριάστηκε στον δρόμο μαζί με τους περαστικούς και σχολιάζουν,

ώσπου να ‘ρθει το νοσοκομειακό, τα «βιογραφικά» τού γέροντα. Στη διάρκεια του

διαλείμματος αλλά και κατά τη διάρκεια της «παράστασης», οι παρακαθήμενοί μου

με πληροφόρησαν εμμέσως και φωναχτά, συζητώντας μεταξύ τους, για τις ερωτικές,

συζυγικές σχέσεις των ηθοποιών, τα διαζύγιά τους, τις οικονομικές τους

απολαβές και τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις. Αυτό το μη-κοινό ήταν κοινό

που, εκτός από τηλεόραση, διαβάζει και τηλεοπτικά περιοδικά με τις γνωστές

κουτσομπολίστικες στήλες, ανάλογες των αχρείων τηλεοπτικών κουτσομπολίστικων

εκπομπών.

Οι συγγραφείς τού έργου σ’ αυτό το μη-κοινό απευθύνονται. Το έργο ως καμβάς,

ως στόρι, δεν είναι για πέταμα. Θυμίζει σενάριο καλών μακάβριων κωμωδιών –

φαρσικής οιστρηλασίας ακόμη και διάσημων δημιουργών, όπως ο Χοντρός – Λιγνός,

οι Αδελφοί Μαρξ, ο Άμποτ και ο Κοστέλο. Αυτές τις ιστορίες μιμείται. Αλλά η

γραφή είναι τηλεοπτικός σκουπιδοτενεκές. Επειδή το μη-κοινό πρέπει συνεχώς να

κρατείται στον «καναπέ» και να μην το πάρει ο ύπνος χρειάζεται

σφαλιάρες-ατάκες, απανωτές, εξυπνάδες, σαχλαμαρίτσες, λεκτικούς αιφνιδιασμούς.

Σκεφτείτε πως σε τέσσερις σελίδες (στο τυπωμένο έργο) και σε πέντε λεπτά

παράστασης ακούγονται έξι, επτά «ορισμοί» της ομοφυλοφιλίας του τύπου

«κατσαρώνει το κανταΐφι», «σιδερώνει την πιέτα», «ψιλομπετούγια», «συχνάζει

στο Γκάζι». Χιούμορ της παρέας που έχει περάσει ως γκέι χιούμορ στην

τηλεοπτική χαβούζα.

Ουρλιάζουν σαν τελάληδες

Για να υποστηριχτεί αυτό το κείμενο-κρουνός αλλοπρόσαλλης παραδοξολογίας

πρέπει ο ηθοποιός να εκβιάσει το μη-κοινό. Πώς; Ουρλιάζοντας σαν τελάλης, σαν

πραγματευτής, με τον τρόπο του διαφημιστικού φωνητικού σλόγκαν. Να σού

«βιδώσει» την ατάκα κρατώντας σε ξύπνιο, μη σε πάρει η μουργιέλα μπροστά στο

εκράν. Πρέπει να είναι θαυματοποιός ή θηριοδαμαστής με μαστίγιο ο

«σκηνοθέτης», αφού μπορεί να μετατρέψει καλούς επαγγελματίες ηθοποιούς σαν την

Τζέση Παπουτσή (που εξέπληξε πριν από δύο χρόνια με τη μετρημένη ερμηνεία της

στο «Ποια Ελένη;» ), τον Κόκλα, τον Μποσταντζόγλου, τον Βισκαδουράκη, την

Μπαξεβάνη και (ομολογουμένως λιγότερο) την Ανδρίτσου σε κύμβαλα αλαλάζοντα.

Και να ήταν μόνο αυτό. Παίζουν τηλεοπτικά, εκτός από φωναχτά. Παίζουν

μετωπικά, συχνά στο προσκήνιο, κοιτάνε το μη-κοινό για να μη νυστάξει και

ατακάρουν στον συνάδελφό τους που είτε βρίσκεται πίσω τους είτε δίπλα τους,

κοιτώντας κι αυτός το μη-κοινό προτού γλαρώσει.

Αλλά δεν τους αρκεί. Παίζουν τηλεοπτικά, σημαίνει πως φωνάζουν, κινούνται,

πριονίζουν τον αέρα μόνο όταν μιλούν, όταν μιλούν οι άλλοι χαλαρώνουν, σχεδόν

ξεκουράζονται, σιάζουν τα ρούχα τους. Διότι παίζουν έχοντας την εντύπωση πως

τους παίρνει η κάμερα και μιλούν μόνο όταν είναι on και όταν δεν μιλούν ο

φακός τούς αγνοεί!!

Αφήστε πως, οι πλέον ευσυνείδητοι, κάνουν γκριμάτσες, εξυπναδούλες όταν μιλούν

οι άλλοι για να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού, γεμίζοντας τάχα τα «κενά»

σαν ένα χόρορ βάκουι (τρόμος του κενού). Όλα αυτά είναι όσα ο Άμλετ του

Σαίξπηρ μιλώντας στους μπουλουκτσήδες της εποχής του χαρακτηρίζει «κακοήθεια»

που ενθουσιάζει τους ανόητους θεατές, αλλά τον έναν που ξέρει και το

πραγματικό κοινό δεν τους ξεγελά, αντίθετα τους καταθλίβει. Αλλά τι τους

ενδιαφέρει; Να γεμίζουν η αίθουσα και το πουγκί.

Τέρμα. Ξαναγυρίζω στα έργα της αγάπης, στους καλλιτέχνες που δοκιμάζουν και

δοκιμάζονται, κερδίζουν και χάνουν, στο τίμιο σανίδι της θεατρικής ιστορίας.

Καθείς και τα όπλα του. Καθείς και η οπλή του.

INFO

«Μπαμπά μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή», στο Θέατρο Ήβη (Σαρρή 27, Ψυρή, τηλ. 210-3215.127)