Θα πρέπει να ‘ναι αρρώστια ή κάτι πιο βαθύ, αλλιώς δεν εξηγείται. Είναι

βδομάδα τώρα που μου ‘φεραν για δώρο γενέθλιο μια τεράστια αεροφωτογραφία της

Σαλαμίνας (τι αερό δηλαδή, μάλλον από δορυφό τραβήχτηκε η νήσος, τη βρίσκεις

όπως κι όλες τις πατρίδες του κόσμου σ’ ένα ψαχτήρι, το google-earth

συγκεκριμένα) και κάθομαι και την κοιτάζω με τις ώρες. Κάθομαι και κοιτάζω το

σχήμα, τα βουνά που τον σκοτεινό τους όγκο έβλεπα από τις πλαγιές και τρόμαζα

τις νύχτες, μετά τις παραλίες που μ’ έλουζαν μικρό, το μικρό νησάκι του Αγίου

Γεωργίου ανάμεσα Πέραμα και Καματερό…

… Ήταν το πρώτο «Λοιμοκαθαρτήριο». Εκεί έβγαζαν τους ταξιδιώτες, τους

πρώτους περιηγητές φιλέλληνες, τους άφηναν πολλές φορές και μήνα ακόμα, μέχρι

να δουν μη φέρουν καμιά αρρώστια απ’ έξω, για δε μας φτάνανε αυτές που ‘χαμε

μέσα. Εγώ δεν το πρόλαβα μ’ αυτήν του την ιδιότητα. Στα παιδικά μου χρόνια

ήτανε ένα ερημονήσι πνιγμένο στο πεύκο και στα χαλάσματα, που δεν πηγαίναμε

ποτέ (ο ναύσταθμος του «Βασιλικού» τότε Ναυτικού ήταν πολύ κοντά και υπήρχε

φόβος κατασκοπείας, φαντάζομαι όχι δικής μου). H μόνη μέρα που άνοιγε η σκάλα

να δέσουν στον μόλο του τα καΐκια ήταν του Αγίου Γεωργίου που το νησάκι είχε

την ονομαστική του εορτή. Πηγαίναμε με κουβέρτες ολονυχτία κάτω από τον

έναστρο ουρανό κι ακούγονταν βιολιά παντού και κάτι πνιχτές φωνούλες στα

σκοτάδια πίσω απ’ τα σκίνα. Μετά έγινε παράρτημα του Δρομοκαΐτειου, φέρναν απ’

το Δαφνί όσους δεν χώραγαν; Όσους ήταν χειρότερα; Καλύτερα; Ψάξε να βρεις.

Θυμάμαι (δεν θα ‘χα πάει σχολείο ακόμα) μια θάλασσα γυαλί κι εμείς περνάγαμε

με το καϊκάκι να πάμε στην Αθήνα στον Κύριο Χωρέμη, τον γιατρό μου (γιατί

μικρός ήμουν πολύ φιλάσθενος), και μες στο φως του πρωινού διάφανο και στιλπνό

με όλους τους όγκους να διαγράφονται τρισδιάστατοι είδα έναν κουρεμένο άντρα

γυμνό με τα πόδια ίσαμε τον αστράγαλο στο νερό και δίπλα μια γυναίκα με

θαλασσιά ρόμπα κι άσπρο σκουφάκι στο κεφάλι να σκύβει, να παίρνει νερό με τις

χούφτες της και να τον λούζει αργά, μια στα μαλλιά και μια στους ώμους και στο

στήθος. Ίδια η εικόνα στα Εισόδια, την εκκλησία πιο πάνω απ’ το σπίτι, ίδια η

εικόνα της βάπτισης μόνο που στον Χριστό είχε ένα πανάκι γύρω απ’ τη μέση και

το φως πιο σκοτεινό, οι όγκοι επίπεδοι χωρίς καμία προοπτική…

… Τρέχω στη φωτογραφία λίγο πιο κάτω, ψάχνω το χωριό μου το Αμπελάκι, το

μπερδεύω με τα Σελίνια, μετά το βρίσκω, ψάχνω να βρω το σπίτι μου, τίποτα,

κάτι κουκκίδες για σπιτάκια και κάτι πράσινες τελείες τα δέντρα. Αρχίζω από

την παραλία… Παλιά ήταν το αρχαίο ναυπηγείο για τις τριήρεις των Αθηναίων,

εμείς μικροί κάναμε μπάνιο κι ανάμεσα φύκια κι άμμο κάποια αρχαία πέτρα

σκόνταφτε στο πόδι, ακόμα τον θυμάμαι αυτόν τον πόνο στο δάχτυλό μου το μικρό,

που ‘φτανε ώς την καρδιά. Τώρα πεθαίνουνε στη σκουριά πλοία φαντάσματα, κάθε

μέρα κι από λίγο τα καταπίνει η θάλασσα. Πιο πάνω ο «Τύμβος των

Σαλαμινομάχων», ένα οικόπεδο σκουπίδια, σάπια καδρόνια, σκουριασμένες μνήμες

και μισοθαμμένα ελάσματα. Ακριβώς από κάτω ήταν η «Φλωρεντία», μια ταβέρνα απ’

τις παλιές με την τετράγωνη προβλήτα στη θάλασσα σκεπαστή σαν θαλασσινό

περίπτερο στολισμένο με λαμπιόνια που άναβαν στο βράδυ. Προχωράω ψάχνοντας

προς το χωριό, παίρνω με το νύχι τον δρόμο καταπάνω, ψάχνω ψάχνω και…

Συνεχίζεται την άλλη εβδομάδα, γιατί θα πρέπει να ‘ναι αρρώστια ή κάτι πιο

βαθύ, αλλιώς δεν εξηγείται.