«Υγρός τάφος έγιναν τα παγωμένα νερά της Μελίντας του Πλωμαρίου της Λέσβου,

χθες το πρωί, για έναν πρόσφυγα. H βάρκα με τους είκοσι πρόσφυγες βούλιαξε

περίπου πενήντα μέτρα από την ακτή στις 8.20 το πρωί. Χάρη σε αλιευτικά σκάφη

διασώθηκαν οι δώδεκα από τους είκοσι πρόσφυγες, άλλοι επτά είχαν φθάσει μόνοι

τους στην ακτή, ενώ ένας ανασύρθηκε πνιγμένος. Εκτιμάται ότι πέθανε από

ανακοπή καρδιάς λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας του νερού», έγραψαν πριν από

λίγες ημέρες οι εφημερίδες. Αν ζούσανε ο Νίκος Καρούζος και ο Μιχάλης Κατσαρός

θα σχολιάζανε, το λιγότερο, πως, αν για εκατό χρόνια μόλις ακουγόταν η λέξη

«Πλωμάρι» το μυαλό, αντί να σκεφθεί καλοκαίρι, διακοπές και ξεκούραση πήγαινε

αυθόρμητα στον πρόσφυγα που έχασε τη ζωή του στα παγωμένα νερά, υπήρχε μια

αμυδρή περίπτωση να μην ξαναθρηνήσουμε για παρόμοια περιστατικά.

Κι επειδή το ρήμα «θρηνήσουμε» φαίνεται ίσως υπερβολικό, γιατί κανείς δεν

θρηνεί πια «αγνώστους», να γράψουμε καλύτερα να μην ξανασυμβούν παρόμοια

περιστατικά. Εκτός κι αν ίσως σκεφτούμε πως αυτοί οι «άγνωστοι» είμαστε εμείς

οι ίδιοι, όσοι δηλαδή δεν πνιγήκαμε στην περιοχή του Πλωμαρίου. Το «ρεπορτάζ»

δεν δίνει όνομα και επώνυμο του πρόσφυγα, αναφέρει μόνο ότι ήταν Παλαιστίνιος

ή Ιρανός. Το «ρεπορτάζ» (γιατί δεν διέθετε, ίσως, στοιχεία) πραγματοποιεί,

χωρίς να το συνειδητοποιεί, με το να μη δίνει το όνομα του πρόσφυγα, μια

συγκλονιστική, μεγαλειώδη αφαίρεση. Γιατί αν ο πρόσφυγας ήταν ένας ανώνυμος

για την περιοχή του Πλωμαρίου ή της Ελλάδας, πρόσφυγες και ανώνυμοι είμαστε

όλοι οι υπόλοιποι μέσα στο Σύμπαν. Το γεγονός ότι έχουμε δώσει οι ίδιοι ένα

όνομα στον εαυτό μας και στα πράγματα, δεν σημαίνει ότι το όνομα αυτό δηλώνει

κάτι πραγματικό. Αν το όνομα που φέρουμε ανταποκρινόταν σε μια πραγματικότητα

που ισχύει δεν θα φοβόμασταν τον θάνατο. Θα ήταν το όνομά μας μια ακλόνητη

περιουσία που δεν θα τη χάναμε ενώ θα πεθαίναμε.

Αφού, λοιπόν, το όνομά μας δεν ισχύει για τα απείρως περισσότερα χρόνια που θα

είμαστε απόντες, σε σχέση με τα χρόνια που υπάρχουμε (έστω κι αν όσοι μας

θυμούνται, για όσο μας θυμούνται, το πράττουν μέσα από το όνομά μας), δεν

ισχύει, ουσιαστικά, και για όσα χρόνια είμαστε ζωντανοί. Όπως και να λέγεται

κανείς, Τόμας ή Τζορτζ, Νίκος ή Σοφία, στην πραγματικότητα δεν παύει να είναι

ένας άνθρωπος χωρίς όνομα, ένας «φύσει» και «θέσει» ανώνυμος, που όσο

περισσότερο «ταυτίζεται» με το όνομά του τόσο λιγότερο μπορεί να εννοήσει την

ίδια τη ζωή. Αφού δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ταυτότητά μας μέσα στο

Σύμπαν, είναι γελοίο να καμαρώνουμε για την ταυτότητα που μας δίνει (γιατί

χρειάζεται να μας «αναγνωρίζει», αν κάτι συμβεί) το αστυνομικό τμήμα της

περιοχής μας. Φαίνεται αδιανόητο για τον πρόσφυγα, την ώρα που ξεψυχούσε μέσα

στα παγωμένα νερά, να ήταν δυνατόν να σκεφθεί και να τον παρηγορήσει το

γεγονός πως μας αποκάλυπτε την ανθρώπινη μοίρα στη δραστικότερή της εκδοχή.

Τι ασέβεια όμως για όλους εμάς τους υπόλοιπους απέναντι σ’ έναν καθαρόαιμο

ομοϊδεάτη μας που πρόσφυγας κι ανώνυμος για την περιοχή Πλωμαρίου, όπως όλοι

ακριβώς οι υπόλοιποι για την «περιοχή» του Σύμπαντος, να τον θεωρούμε μια

ξεκομμένη, περιθωριακή περίπτωση, ενώ είναι ο κατ’ εξοχήν εκφραστής μας;

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Λέξη».