«Όπως η δύναμη μιας γέφυρας μετράται με βάση την αδυναμία ή δύναμη του

φέροντος οργανισμού της, έτσι και η εμπιστοσύνη και η επινοητικότητα μιας

κοινωνίας μετράται με βάση την ασφάλεια και την επινοητικότητα των πιο

αδύναμων τμημάτων της και ενισχύεται όσο ενισχύονται κι εκείνα. H ποιότητα

μιας κοινωνίας δεν κρίνεται από το ΑΕΠ και τις στατιστικές, αλλά από την

αξιοπρέπεια ή μάλλον την αναξιοπρέπεια της ζωής των πιο στερημένων τμημάτων

της. Όπως έδειξε το σκανδιναβικό παράδειγμα, υπάρχουν παραπάνω από μία

απαντήσεις στις πιέσεις της παγκοσμιοποίησης. H δικαιολογία ότι δεν υπάρχει

εναλλακτική ήταν το μεγαλύτερο και πιο σιχαμερό πολιτικό ψέμα του τέλους του

20ού αιώνα».

Όσο για τον 18ο αιώνα, αυτό που φαινόταν ως ένα τεράστιο βήμα μπροστά,

δεν ήταν. Επρόκειτο μόνο για μια παράκαμψη. Ύστερα από τόσες επενδύσεις στην

επιστήμη και την τεχνολογία, έχουμε επιστρέψει στο σημείο εκκίνησης. H

διαφορά, λέει στα «NEA» ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ένας από τους κορυφαίους

κοινωνιολόγους της εποχής, επίτιμος καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Λιντς

(Αγγλία) και της Βαρσοβίας (Πολωνία), βραβευμένος με τα ευρωπαϊκά βραβεία

Amalfi (1990) και Adorno (1998), είναι ότι δεν εμπιστευόμαστε πια το μέλλον,

ούτε πιστεύουμε στην πρόοδο. «Δεν έχουμε πια τις ψευδαισθήσεις που στήριξαν το

εγχείρημα της νεωτερικότητας»…

Σύμφωνα με τον διαχωρισμό που κάνει ο Πολωνός κοινωνιολόγος ανάμεσα στη

«στέρεη» (solid) και τη «ρευστή» (liquid) ή ύστερη νεωτερικότητα, είμαστε όλοι

«ρευστοί» ήρωες, άνθρωποι που έχουν χάσει την πίστη τους στο μέλλον και στις

ανθρώπινες σχέσεις. Ο σύγχρονος «ρευστός» άνθρωπος πάντα δουλεύει, αντικαθιστά

την ποιότητα με την ποσότητα και πανικοβάλλεται μην τυχόν μείνει εκτός

συστήματος. H «ρευστή» νεωτερικότητα, όμως, έχει και την άλλη όψη. Αυτή των

ανθρώπων που δεν καταφέρνουν να γίνουν ρευστοί, που αποβιβάζονται από το πλοίο

στερούμενοι τα απαραίτητα μέσα επιβίωσης, γίνονται υπεράριθμοι, περιττοί,

αναλώσιμοι και εν τέλει απόβλητοι, υποστηρίζει στο βιβλίο του «Σπαταλημένες

ζωές» (Εκδ. Κατάρτι).

«Οι παροχές για τους περιττούς, τους σπαταλημένους ανθρώπους που δεν

μπορούν να βγάλουν τα προς το ζην δεν είναι πια επικερδής επένδυση. H άλλοτε

συναίνεση και της Αριστεράς και της Δεξιάς για τη φροντίδα τους δεν υπάρχει

πια», σημειώνει ο 81χρονος Μπάουμαν. «Οι φτωχοί και οι ράθυμοι που κάποτε

κατηγοριοποιήθηκαν ως «η εφεδρεία της εργασίας» σήμερα χαρακτηρίζονται

ελαττωματικοί καταναλωτές, οι οποίοι έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να

αφαιρέσουν αντί να προσθέσουν στους κρατικούς πόρους και στη συνολική

ευημερία. Είναι βάρος στα μετρητά του φορολογούμενου ή μάλλον του ικανού

καταναλωτή. Είναι μια «πολυτέλεια» που, όπως οι πολιτικοί αποφαίνονται, «δεν

μπορούμε να την πληρώνουμε»».

Όπως εξηγεί, «ο «οικονομικά πλεονάζων πληθυσμός» δεν μπορεί πια να απορροφηθεί

σε φρούρια, αποικιακά γραφεία ή σε τόπους που περιμένουν πιονέρους…».

H αδυναμία αντιμετώπισης των «περιττών» του εκσυγχρονισμού, της οικονομικής

απορρύθμισης, αλλά και των απαιτήσεων του κοινωνικού κράτους, οδηγεί το κράτος

από τη διασφάλιση «του δικαιώματος στην ασφάλεια και στην ελευθερία από τον

φόβο – η οποία ορίζεται από εγγυημένα για όλους «κοινωνικά δικαιώματα» – στην

ασφάλεια και σε μια ζωή ελεύθερη απ’ τον φόβο ως «επιβράβευση» «σε αυτούς που

την κέρδισαν» μέσα από τη συνεισφορά τους στην οικονομική ευημερία της χώρας».

Δεν είναι τυχαίος ο σταδιακά αυξανόμενος ρόλος που παίζουν οι «φόβοι

ασφαλείας» στη σύγχρονη πολιτική θεματολογία. Μάλιστα, κατά τον Μπάουμαν,

εμφανίζονται πολύ πριν από την 11η Σεπτεμβρίου. «Οι πιο θεαματικοί «πανικοί

ασφαλείας» σημειώθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 κι έπειτα στις χώρες

με τις λιγότερο ανεπτυγμένες κοινωνικές υπηρεσίες, όπως στην Ισπανία, την

Πορτογαλία και την Ελλάδα, αλλά και στις χώρες όπου οι κοινωνικές παροχές

είχαν αρχίσει να μειώνονται δραστικά, όπως στις ΗΠΑ και στην Αγγλία»,

σημειώνει, τονίζοντας ότι με το ψαλίδισμα του κοινωνικού κράτους, το κράτος

ψάχνει εναλλακτική νομιμοποίηση της εξουσίας του. «Και αυτή τη στιγμή

αναζητείται στην προστασία απέναντι στους κινδύνους για την προσωπική

ασφάλεια. Το φάσμα της δυστυχίας που προκαλεί ο κοινωνικός εκφυλισμός,

απέναντι στο οποίο το κοινωνικό κράτος ορκίστηκε να διασφαλίσει τους πολίτες,

αντικαθίσταται από τους κινδύνους για το σώμα και την ιδιοκτησία, όπως η

απειλή ενός τρομοκράτη, εναντίον του οποίου το κράτος ασφαλείας (ή μάλλον, το

κράτος προσωπικής ασφαλείας) υπόσχεται να υπερασπίσει τους πολίτες της με

νύχια και με δόντια».

Όχι στον άγριο ατομικισμό του Μπλερ

«Οι πολιτικές του Μπλερ θα μείνουν στην Ιστορία ως η ολοκλήρωση της

προσπάθειας της Θάτσερ να αντικαταστήσει τον πολίτη με τον homo

economicus…», λέει στα «NEA» ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν (εδώ, με το έγκυρο βραβείο

Τεοντόρ Αντόρνο)

Οι στοχασμοί του Μπάουμαν για τον καταναλωτισμό και τη φτώχεια, την

αβεβαιότητα και την ανασφάλεια, την πολιτική απάθεια και την ηθική αδιαφορία

βάζουν τον αναγνώστη σε σκέψεις για την οικεία επωδό πολλών ευρωπαϊκών

κομμάτων – και κυρίως των Νέων Εργατικών – πως ό,τι είναι καλό για την

οικονομία, είναι καλό και για την κοινωνική δικαιοσύνη. Ο Μπάουμαν διαφωνεί.

Θεωρεί μάλιστα πως «τα χρόνια της πρωθυπουργίας Μπλερ πιθανώς να καταγραφούν

στη βρετανική ιστορία κυρίως ως η «κανονικοποίηση» του Θατσερισμού». Όπως

λέει, «κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ο «άγριος ατομικισμός» της

Θάτσερ και η άλλοτε θερμά αμφησβητούμενη αποκήρυξη του κοινωνικού κράτους

μετατράπηκαν σε αδιαμφισβήτητες αρχές της κρατικής πολιτικής, που

αναμειγνύονται στο δόγμα τού «δεν υπάρχει εναλλακτική» και σε σημείο αναφοράς

της νεωτερικότητας».

Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, συνεχίζει, «οι πολιτικές του Μπλερ θα μείνουν στην

ιστορία ως η ολοκλήρωση της προσπάθειας της Θάτσερ να αντικαστήσει τον πολίτη

με τον homo economicus. H θατσερική φιλοσοφία της πολιτείας ως πρωταρχικά

«μιας τάξης εγωισμού» τελικά επιβεβαιώθηκε ως κρατική θρησκεία, αυτή τη φορά

προσποιούμενη ότι «έτσι είναι τα πράγματα» αντί να αξιώνει «πώς θα έπρεπε να

είναι τα πράγματα». Όσο η ιδιωτικοποίηση και η απορρύθμιση συνεχίζονται με

μεγάλη ταχύτητα, όσο η προσωπική φορολογία για συλλογικές ανάγκες παγώνει

φτωχαίνοντας τους συλλογικούς πόρους, η μόνιμη επωδός «δεν υπάρχει

εναλλακτική» μετατράπεται σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία».

O «εκθρησκευτισμός» της πολιτικής

Ο Μπάουμαν πιστεύει ότι βιώνουμε τον «εκθρησκευτισμό» της πολιτικής: «Οι μη

θρησκευτικοί προβληματισμοί που εκφράστηκαν στο παρελθόν από το μαρξιστικό ή

το εθνικιστικό λεξιλόγιο έχουν σήμερα την τάση να μεταφράζονται στη γλώσσα της

θρησκείας. Ωστόσο, οι στενοχώριες παραμένουν οι ίδιες. Ειδικά οι

φονταμενταλιστικές εκφάνσεις των μονιστικών θρησκειών ανταποκρίνονται στις

επιθυμίες και τους φόβους καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο σύστημα ιδεών. Λες κι

έχουν φτιαχτεί για να ικανοποιήσουν τους πόθους μιας αρνητικής

παγκοσμιοποίησης που αφήνει χωρίς πηδάλιο τους πηδαλιούχους και υπονομεύει την

αντικατάσταση του παντοδύναμου Θεού από μια αυτάρκη ανθρώπινη φύση. H

νεωτερική υπόσχεση ότι κάτω από την ανθρώπινη διαχείριση ο κόσμος θα

εξυπηρετούσε τις ανθρώπινες ανάγκες καλύτερα, έχει σήμερα την τάση να

αντικατασταθεί από τη μελαγχολική επιθυμία για έναν Θεό που επιδιορθώνει αυτό

που οι ανθρώπινοι διαχειριστές κατέστρεψαν».

INFO

Στα ελληνικά κυκλοφορούν έξι βιβλία του Μπάουμαν. Το πιο πρόσφατο,

«Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας» (2005) κυκλοφορεί από τις

Εκδόσεις Κατάρτι.