Στην Αττική Οδό – στην έξοδο Ασπροπύργου – εκεί όπου για τους ταξιδιώτες

«δεν υπάρχει τίποτα», εκεί, πίσω από τα συρματοπλέγματα υπάρχει ένας

καταυλισμός Τσιγγάνων. Πάντα οι Ρομ – οι Τσιγγάνοι, οι Γύφτοι ή όπως αλλιώς

τους θέλει ο καθένας – ζούσαν στην «άκρη της πόλης». «Γιατί δεν τους ήθελαν»,

θα πουν οι κοινωνιολόγοι, «για να φεύγουν πιο εύκολα», θα πουν οι αστυνομικοί,

«γιατί οι Τσιγγάνοι δεν έχουν τόπο», θα πουν οι «ποιητές». Εκεί λοιπόν, στον

καταυλισμό, ζει και η Μαρία Σαΐνη με τις 5 κόρες της. H Μαρία γεννήθηκε σε

αντίσκηνο και μεγάλωσε στα χωράφια τη δεκαετία του ’50, τότε που ο Μάνος και η

Ελλάδα όλη τραγουδούσε «γαρίφαλο στ’ αυτί». Εκείνη δεν χόρεψε, δεν τραγούδησε

και ο γάμος της ήταν «ένα στεφάνωμα και τίποτα άλλο». Και όταν πια μεγάλωσε

και είδε τις κόρες της να φεύγουν, σκέφτηκε ότι και η δικιά τους ζωή έτσι θα

είναι· και είπε να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων! H Χρυσούλα τουλάχιστον – η

μικρή της κόρη – να ξεφύγει. Να γίνει δασκάλα! Και έτσι την έστειλε σχολείο·

καθαρή και με τα εμβόλιά της. Το σχολείο όμως «δεν είναι για τους Γύφτους». Οι

γονείς των άλλων μαθητών αντέδρασαν. H Χρυσούλα όμως δεν θα κάνει πίσω. Εκείνη

μεγάλωσε τη δεκαετία του ’90, τότε που ηρωίδα της τηλεοπτικής Ελλάδας ήταν η

«επαναστάτρια» Ερατώ.

«Τίποτα δεν θα γίνει», άκουσα τη Μαρία να μουρμουρίζει στον αποχαιρετισμό.

«Μπορεί μια μέρα να γίνει κάτι», ήρθε από το βάθος η απάντηση της

Χρυσούλας, που είχε αρχίσει κιόλας να στολίζει με τα σχολικά της σχέδια τις

τάβλες της παράγκας.

«Να έρθουν οι πολιτικοί να ζήσουν για λίγο μαζί μας, μέσα στα σκουπίδια»

H 12χρονη Χρυσούλα τρέχει να φροντίσει τα ανιψάκια της και αμέσως πίσω στο

«γραφείο» της – στο πλαστικό τραπέζι της παράγκας. Είναι μαθήτρια και πρέπει

να το καταλάβουν όλοι…

«Πάρε δύο πολιτικούς και ελάτε να καθήσετε λίγο μαζί μας. Να δουν πώς ζούμε.

Γιατί έρχονται καμιά φορά οι δημοσιογράφοι, τα δείχνουν στα κανάλια, αλλά

τίποτα δεν γίνεται. Ίσως και να μην πιστεύουν τα κανάλια οι πολιτικοί. Να

έρθουν λοιπόν εδώ να δουν». H Μαρία Σαΐνη κάνει αναδρομή στο παρελθόν της,

οργίζεται για το παρόν και ελπίζει για το μέλλον, το δικό της, αλλά και της

μικρότερης κόρης της Χρυσούλας.

Πού γεννήθηκες;

Γεννήθηκα στη Θήβα, στα χωριά. Τότε γυρνούσαμε εδώ και εκεί.

Οι παππούδες από πού ήταν;

Θυμάμαι τον παππού που έλεγε ότι ήταν γέννημα θρέμμα Έλληνας. Τώρα αυτοί που

έχουν διαβάσει βιβλία λένε ότι είμαστε από την Ινδία.

Εδώ, στον καταυλισμό, ζουν μόνο Έλληνες Τσιγγάνοι;

Ναι. Οι Τσιγγάνοι από την Αλβανία μένουν στην άλλη μεριά, εκεί όπου βάζουμε τα

σκουπίδια.

Πόσων χρόνων παντρεύτηκες;

Είκοσι.

Μεγάλη για τις συνήθειες των Τσιγγάνων.

Ναι. Δεν ήθελα να παντρευτώ.

Ο Αντρέας, ο άντρας σου, πόσων χρόνων ήταν τότε;

Μικρός. Δεκαεπτά. Είχαμε έρωτα, μπερδευτήκαμε και με έκλεψε.

Πώς ήταν η ζωή όταν ήσουν μικρή;

Ήσυχη ήταν. Αυτά τα χρόνια ήταν πολύ καλά.

Δεν σας κυνηγούσαν;

E, όταν πήγαινες σε ξένο χωράφι να στήσεις ένα αντίσκηνο, σε έδιωχναν.

Πηγαίναμε αλλού. Μας έπαιρνε ο αέρας, η βροχή. Μια φορά μάς έφυγε όλο το

αντίσκηνο, πέταξε από πάνω μας, έγινε μεγάλη καταστροφή και η μάνα μου να

κλαίει μαζί με τα παιδιά της. Όπως μια κλώσσα που ανοίγει τα φτερά της για να

κρύψει τα μωρά της. Έτσι ήταν και η μάνα μου. Έτρεχε, έβρισκε μια γωνιά, ένα

υπόστεγο και μας μάζευε γύρω της. Φοβόταν η μάνα μου πολύ. Μετά βγήκαν οι

παράγκες.

Είναι καλύτερα στις παράγκες;

Από το αντίσκηνο ναι, πολύ. Όταν βρέχει ακούς τη βροχή, αλλά δεν μπαίνει μέσα.

Θα μπει μέσα μόνο αν γίνει καμιά μεγάλη καταστροφή.

Σε ποιον ανήκουν τα οικόπεδα όπου έχετε στήσει τις παράγκες;

Είναι ιδιοκτητών του Ασπροπύργου.

Και δεν σας κυνηγούν;

Ήρθαν οι άνθρωποι, μας είπαν. Αλλά ο Βασίλης Παϊτέρης όταν είχε έρθει για τις

ψήφους, για να ψηφίσουμε τον κ. Καραμανλή, μας είπε ότι θα μας δώσουν και εμάς

γη, να μείνουμε και εμείς σαν άνθρωποι, γιατί δεν είναι ζωή αυτή. Για νερό

τρέχουμε, για ρεύμα τρέχουμε…

Ρεύμα δεν έχετε εδώ;

Μόνο όσοι έχουν γεννήτριες.

Πάντα με το κόμμα του Καραμανλή ήσουν;

Όχι, είχα ψηφίσει τον Σημίτη. Και τον Μητσοτάκη τον είχα ψηφίσει. Όλους που

μας υπόσχονται. Αλλά δεν μας έχουν κάνει τίποτε. Είναι κατάσταση αυτή να ζούμε

μαζί με τα σκουπίδια; Με τα φίδια; Έρχονται οι ξένοι και εάν κάνουν ένα

παράπονο, γίνεται το δικό τους. Ό,τι τους ζητάνε, το φτιάχνει η κυβέρνηση.

Εμάς γιατί μας έχουν παραμελήσει τόσο; Στην Καρδίτσα έχουν βάλει λυόμενα για

τους Τσιγγάνους. Στη Θεσσαλονίκη και σχολείο πάνε και ζούνε καθαρά.

Θυμωμένη ακούγεσαι.

Μα εμείς ζούμε στην Αθήνα, η Αθήνα δίνει τις διαταγές στους νομούς και δεν

γίνεται τίποτε για μας. Έκαναν ολόκληρους Ολυμπιακούς Αγώνες. Σε πόσον καιρό

τα έφτιαξαν αυτά; Μένουν τώρα οι Ολυμπιακοί Αγώνες εκεί πέρα; Ζούνε άνθρωποι

εκεί πέρα; Ήρθαν, διασκέδασαν, είδαν ό,τι είδαν, σηκώθηκαν και έφυγαν.

Τι ζητάς, πες μου.

Πάρε δύο πολιτικούς και ελάτε να καθήσετε λίγο μαζί μας. Να δουν πώς ζούμε.

Γιατί έρχονται καμιά φορά οι δημοσιογράφοι, τα δείχνουν στα κανάλια, αλλά

τίποτα δεν γίνεται. Ίσως και να μην πιστεύουν τα κανάλια οι πολιτικοί. Να

έρθουν λοιπόν εδώ να δουν.

Πόσες κόρες έχεις;

Πέντε. Τέσσερις παντρεμένες και τη Χρυσούλα. Πήγαινα για αγόρι. Να βοηθηθεί

και ο άντρας μου, αλλά δεν έγινε αυτό που ζητούσαμε. Μετά έφυγε και ο άντρας

της μεγάλης μου κόρης και μου την άφησε με ένα μωρό. Έχω και αυτό τώρα!

Δουλεύει ένας και τρώνε δέκα.

Οι άλλες κόρες σου γιατί δεν έμαθαν γράμματα;

Τις είχα στείλει και αυτές, αλλά δεν προχωρούσαν. Ό,τι μπόρεσα ως μητέρα το

έχω κάνει. Γιατί είχα παράπονο από τη μάνα μου. Ήμουν η μεγαλύτερη από τα

αδέλφια μου, δούλευε ο πατέρας μου και φρόντιζα εγώ τα αδέλφια μου. Και ήθελα

να μάθω γράμματα. Δεν ήθελα να βλέπω τα γράμματα και να μην ξέρω τι λένε.

Κατάλαβες τώρα; Είχα το παράπονο αυτό, να σπουδάσω τα παιδιά μου, να μη

μείνουν σαν και μένα, να προχωρήσουν. Κι ας μην τρώω εγώ. Όπως δηλαδή και όλοι

οι γονείς που θέλουν κάτι καλύτερο για τα παιδιά τους.

Μαρία Σαΐνη: «Ο Βασίλης Παϊτέρης όταν είχε έρθει για τις ψήφους, για να

ψηφίσουμε τον Καραμανλή, μας είπε ότι θα μας δώσουν και εμάς γη, να μείνουμε

και εμείς σαν άνθρωποι, γιατί δεν είναι ζωή αυτή. Για νερό τρέχουμε, για ρεύμα

τρέχουμε… »

Δεν είναι μεγάλη η Χρυσούλα για το σχολείο; Άλλες στην ηλικία

της, στη φυλή, ετοιμάζονται για παντρειές.

Όχι, δεν θέλω. Οι άλλες μου οι κόρες έκαναν γάμους. Μία παντρεύτηκε στα 15 και

έκανε αμέσως δύο παιδιά. Για τη Χρυσούλα θέλω κάτι καλύτερο. Να ξεφύγει απ’

αυτή τη ζωή που ζούμε. Τον χειμώνα παγώνουμε. Να μπορεί να νοικιάσει ένα

σπίτι. Να έχει την καθαριότητά της, την τουαλέτα, να μην κουβαλάει με τα

παγούρια το νερό, να έχει ρεύμα.

Τόσα χρόνια γιατί δεν πήγαινε σχολείο η Χρυσούλα;

Δεν την έστειλα γιατί δεν προχωρούσαν οι μεγαλύτερες και νόμιζα και αυτή ότι

δεν θα προχωρήσει. Μετά όμως που μεγάλωσε μου είπε: «Θέλω να γίνω δασκάλα». Να

ξεφύγει θέλει. Να βοηθήσει και αυτά τα παιδιά που ζουν στα σκουπίδια.

Πες μου για τα επεισόδια…

Πήγε μαζί με τα άλλα τα παιδιά, αλλά δεν τους άφηναν να μπουν μέσα. Είχαμε

φωνές, φασαρίες. Οι Ρωσοπόντιοι έλεγαν ότι δεν έχουν εμβόλια τα παιδιά, αλλά

τα παιδιά που πάνε στο σχολείο έχουν εμβόλια. Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν και

δίκιο. Μας βλέπουν στις παράγκες και φοβούνται. Αλλά τα παιδιά μας τα

στέλνουμε καθαρά στο σχολείο. Αυτοί έφεραν τον πανικό. Ήθελαν σώνει και καλά

να μην πηγαίνουν τα παιδιά μας στο σχολείο. Τώρα όμως έχει αναλάβει η

Αστυνομία και λένε ότι θα φτιάξουν ένα ειδικό σχολείο για τα δικά μας παιδιά.

Εσύ θέλεις να γίνει ένα σχολείο μόνο για τα Τσιγγανάκια;

Αν στο σχολείο πηγαίνουν μόνο τα δικά μας παιδιά, θα μιλάνε περισσότερο

τσιγγάνικα γιατί έχουν μάθει αυτή τη γλώσσα από μωρά. Αν πηγαίνουν σχολείο

μαζί με τα άλλα παιδιά θα μιλάνε καλύτερα τα ελληνικά. Θα στρώσει η γλώσσα

τους.

Δεν θυμάσαι τίποτα καλό από τη ζωή σου;

Όχι.

Από τον γάμο;

Δεν έκανα γάμο. Έκανα απαγωγή. Ήταν φτωχοί καιροί. Δεν είχαν λεφτά για γάμους.

Στεφανωθήκαμε μόνοι μας. Αυτός ήταν ο γάμος μας, τα στέφανα.

Πώς σε αντιμετωπίζουν οι «άλλοι Έλληνες»;

Καλά. Και όταν λένε «η Γύφτισσα», ξέρεις γιατί το λένε; Από τα ρούχα που

φοράμε, από το μαντίλι. Αν αλλάξω και βάλω ένα παντελόνι και βγάλω τη μαντίλα

θα με γνωρίσουν ότι είμαι Τσιγγάνα; Θα φανεί;

Μόνο από το χρυσό δόντι.

Όλοι οι Τσιγγάνοι από παλιά έχουμε ένα χρυσό δόντι. Μας αρέσει να έχουμε χρυσό

επάνω μας. Μας αρέσουν τα χρυσά. Είναι στο αίμα μας αυτό.

Αν η Χρυσούλα χρειαστεί να σπουδάσει, να πάει σε ένα σχολείο μακριά

σου, είσαι σίγουρη ότι την αφήνεις να φύγει από τη φυλή;

Αν είναι να μάθει γράμματα την αφήνω, αλλά ένα Σαββατοκύριακο να μου έρχεται ή

να έχω ελεύθερο χρόνο να πάω να τη δω. Θέλω να σπουδάσει και ας ζει

διαφορετικά από μας.

Κι ας μη φοράει μαντίλα όταν μεγαλώσει;

Τη μαντίλα ας τη φορέσει μετά, εάν θέλει. Οι άλλες κόρες μου έχουν παντρευτεί

άντρες από τη δικιά μας φάρα. H Χρυσούλα να παντρευτεί όποιον θέλει. Δεν με

ενδιαφέρει, αρκεί να την αγαπάει, να μην την παρατήσει.

Στον Θεό πιστεύεις;

Πιστεύω.

Τι του ζητάς;

Τι να ζητήσω; Ας μπορούσα να βρω ένα σπίτι τουλάχιστον. Αλλά δεν με βοηθάει.

Μπορεί να έχω κάνει καμιά μεγάλη αμαρτία και να μην το ξέρω. Ο καθένας δεν

ξέρει την αμαρτία του.

Δεν έχεις κανένα παράπονο από τον Θεό, δηλαδή.

Πολλές φορές των ρωτάω: «Γιατί να μη ζούμε και εμείς τώρα που έχουμε τα μάτια

μας ανοιχτά; Άμα πεθάνουμε, τι μας ενδιαφέρει»;

Από τους ανθρώπους;

Τίποτα. Μόνο να σκέφτονται πότε πότε και αυτοί που έχουν τα μεγάλα καράβια και

αυτοί που έχουν τα εργοστάσια, τι θα πάρουν μαζί τους; Θα πάρουν τα

εργοστάσια, τα καράβια; Τίποτα δεν θα πάρουν. Όλοι ένα κουτί παίρνουμε. Και με

αυτό το κουτί πάμε, πλούσιοι, φτωχοί. Όσα κι αν έχεις, εδώ θα τα αφήσεις. Όσα

θα πάρει ο ένας, θα πάρουμε όλοι.

«Οι Ρωσοπόντιοι είπαν “δεν θα μπουν μέσα οι Γύφτοι”»

Ξεσήκωσαν τον κόσμο. Έκλεισαν τις πόρτες και ανέβασαν πανό διαμαρτυρίας οι

γονείς των μαθητών στα σχολεία του Ασπρόπυργου. Δεν ήθελαν τα Τσιγγανόπουλα να

καθήσουν στο ίδιο θρανίο με τα παιδιά τους

Τα μολύβια της Χρυσούλας δεν είναι καινούργια. Τα έχει όμως συνέχεια

στα χέρια της. Μιλάει και ζωγραφίζει. Τρέχει να φροντίσει τα

ανιψάκια της και αμέσως πίσω στο «γραφείο» της – στο πλαστικό τραπέζι της

παράγκας. Είναι μαθήτρια και πρέπει να το καταλάβουν όλοι.

Είσαι 12 χρόνων και πας στην A’ τάξη. Γιατί άργησες να πας

σχολείο;

Είχαν πάει οι αδελφές μου αλλά δεν έμαθαν. Λίγα έμαθαν δηλαδή. Έτσι η μάνα μου

δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει με μένα.

Πώς ήταν οι πρώτες μέρες στο σχολείο;

Πήγα μόνη μου στο σχολείο. Τα άλλα παιδιά του καταυλισμού δεν ήθελαν να

έρθουν. Μπορεί να φοβόντουσαν. Εγώ πήγα, μου είπαν ότι είμαι μεγάλη αλλά

ύστερα από λίγες ημέρες ήρθε ο σύμβουλος και με ρώτησε διάφορα πράγματα.

Διάβασα καλά γιατί όλο το καλοκαίρι ερχόταν η κυρία Αργυρώ εδώ, στην παράγκα,

και με προετοίμαζε. Τελικά ο σύμβουλος μου είπε να πάω σχολείο και να φωνάξω

και τα άλλα δικά μας παιδιά.

Πόσα παιδιά φώναξες;

Στην αρχή πέντε. Μετά περισσότερα, το ένα έφερε το άλλο. Έτρεξαν, έκαναν τα

εμβόλιά τους, έβγαλαν χαρτί για να πάνε σχολείο, τα έκαναν όλα. Όπως και εγώ

τα έκανα όλα. Μετά βγήκαμε όλοι μαζί από τον καταυλισμό και πήγαμε για το

σχολείο. Ένας όμως ειδοποίησε τους Ρωσοπόντιους ότι ερχόμαστε στο σχολείο και

εκείνοι θύμωσαν. Μπήκαν μπροστά στην πόρτα και είπαν «δεν θα μπουν μέσα οι

γύφτοι». Κανέναν δεν άφησαν να μπει. Έγραψαν και στους τοίχους διάφορα λόγια.

Ποιος δεν άφησε;

Οι Ρωσοπόντιοι στην αρχή, μετά τα ασκέρια, η Αστυνομία, για να μη γίνουν

επεισόδια. Φώναζαν ότι είμαστε βρωμιάρηδες, ότι θα κολλήσουν αρρώστιες τα

παιδιά τους. Τα παιδιά όμως που πηγαίνουμε σχολείο είμαστε καθαρά, έχουμε

κάνει όλα τα εμβόλια γιατί θέλουμε να πηγαίνουμε σχολείο.

Τελικά τα καταφέρατε πάντως και πηγαίνετε στο σχολείο…

Πηγαίνουμε όταν φεύγουν οι Ρωσοπόντιοι. Στις τρεις και μισή πηγαίνουμε, μέχρι

τις 7.

Έχεις σκεφθεί τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;

Δασκάλα θα γίνω. Και θα πηγαίνω παντού να μαθαίνω γράμματα στα παιδιά.