To Vinsanto Σαντορίνης 1999, της εταιρείας Canava Roussos, κέρδισε το αργυρό

μετάλλιο και τον προσδιορισμό του καλύτερου οίνου στην κατηγορία του, στον

διαγωνισμό International Wine And Spirit Competition (IWSC) που έγινε στο Λονδίνο

Με διαβατήριο την ποιότητα αλλά και διακρίσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς, τα

ελληνικά κρασιά βελτιώνουν, χρόνο με τον χρόνο, τη θέση τους στην ελληνική και

τη διεθνή αγορά. Τα δύο πιο πρόσφατα μετάλλια που έφεραν στην Ελλάδα δύο

κρασιά από τη Σαντορίνη, δείχνουν ότι οι Έλληνες οινοπαραγωγοί έχουν μεγάλες

δυνατότητες ώστε να καταξιωθούν στις προτιμήσεις των καταναλωτών και να

διαπρέψουν στη διεθνή αγορά.

Ο περιηγητής Lois Lacroix, στα μέσα του 18ου αιώνα, στο βιβλίο του «Ils de la

Greece», έγραφε μεταξύ των άλλων: «… Μα σαν επιδόρπιο κρασί, κανένα δεν

συγκρίνεται με το άσπρο Βινσάντο της Σαντορίνης». Δύο αιώνες αργότερα, η

ανωτερότητα του συγκεκριμένου οίνου επιβεβαιώθηκε ακόμη μία φορά,

αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τον πλούτο των ελληνικών κρασιών. To κρασί Vinsanto

Σαντορίνης 1999, της εταιρείας Canava Roussos, κέρδισε το αργυρό μετάλλιο και

τον προσδιορισμό του καλύτερου οίνου στην κατηγορία του στον διαγωνισμό

International Wine And Spirit Competition (IWSC) που έγινε στο Λονδίνο. Στον

ίδιο διαγωνισμό, το χάλκινο μετάλλιο κέρδισε ακόμα ένα ελληνικό κρασί, το

Vinsanto 2001 της εταιρείας Σιγάλας.

«Διαβατήριο» για εξαγωγές

«H αναγνώριση των ελληνικών κρασιών σε διεθνείς διαγωνισμούς αποτελεί

σημαντικό διαβατήριο για την είσοδό τους στις αγορές του εξωτερικού», λέει ο

Γιάννης Ρούσσος ιδιοκτήτης της εταιρείας Canava Roussos, το Vinsanto της

οποίας απέσπασε το αργυρό μετάλλιο στον πρόσφατο διαγωνισμό IWSC.

Οι προσπάθειες που καταβάλλουν οι ελληνικές οινοποιητικές επιχειρήσεις τα

τελευταία χρόνια για να αυξήσουν τα μερίδιά τους στις ξένες αγορές, αποτελούν

χαρακτηριστικό δείγμα του γενικότερου αγώνα που δίνει η περιορισμένη και

οικογενειακής μορφής ευρωπαϊκή αμπελουργία απέναντι στους επιχειρηματικούς

κολοσσούς της Αμερικής και της Αυστραλίας.

Χρειάζονται ώθηση

Η Ελλάδα παράγει κρασί εξαιρετικής ποιότητας, διαθέτει μεγάλο αριθμό προϊόντων

ονομασίας προέλευσης και μπορεί να απευθυνθεί στις αγορές του εξωτερικού, λένε

οι Έλληνες οινοπαραγωγοί. Χρειάζεται όμως να γίνουν περισσότερα για να

προωθηθούν τα προϊόντα διεθνώς. Επιπλέον, όπως τονίζουν, πρέπει να διαφυλαχθεί

η ελληνική παραγωγή που συνεχώς συρρικνώνεται και να διασωθούν προϊόντα, όπως

για παράδειγμα τα σαντορινιά λιαστά κρασιά (Vinsanto), τα οποία παράγονται με

μοναδικό τρόπο παγκοσμίως.

«Τα τελευταία χρόνια, οι αμπελώνες της Σαντορίνης μειώνονται συνεχώς και αυτός

ο πλούτος που προσφέρει η γη της Σαντορίνης θα χαθεί, αν συνεχιστεί η εκρίζωση

των καλλιεργειών. Είναι αναγκαίο να υπάρξει συντονισμένη πολιτική από τους

εμπλεκόμενους φορείς της Πολιτείας και τα συναρμόδια υπουργεία. Για

παράδειγμα, πρέπει να χαρακτηριστούν οι χρήσεις γης στη Σαντορίνη», λέει ο κ.

Ρούσσος.

Το διάστημα 1980-2001, η εγχώρια παραγωγή συρρικνώθηκε συνολικά κατά 34%, με

μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης της τάξεως του 2%, ενώ οι Έλληνες καλλιεργητές,

σύμφωνα και με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν προχωρούν σε

αναδιάρθρωση των καλλιεργειών τους και σε νέες ποικιλίες, αλλά επιλέγουν να

αποχωρούν, μειώνοντας χρόνο με τον χρόνο τον αριθμό των καλλιεργούμενων

εκτάσεων.

Άλμα ποιότητας

Παρ’ όλα αυτά, το ελληνικό κρασί έχει κάνει ένα ποιοτικό άλμα τα τελευταία

χρόνια. Έτσι, φτάνει ακόμη και στις πιο μακρινές χώρες του κόσμου, με

μεγαλύτερη αγορά αυτήν της Γερμανίας. Τα οργανωμένα οινοποιεία καλύπτουν το

μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, καθώς το μερίδιο συμμετοχής τους στη συνολική

παραγόμενη ποσότητα οίνου φτάνει περίπου σε 70%. H αναδιάρθρωση αμπελώνων, η

φύτευση νέων ποικιλιών για παραγωγή κρασιών ποιότητας και ο διαρκής έλεγχος

της παραγωγικής και τυποποιητικής διαδικασίας είναι οι προτεραιότητες των

οινοποιητικών επιχειρήσεων. Επιπλέον, η προβολή του επώνυμου εμφιαλωμένου

ποιοτικού κρασιού, με συγκεκριμένες παρεμβάσεις μάρκετινγκ και συμμετοχές σε

εκθέσεις στο εξωτερικό, βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση.

Σήμερα, 90% της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης καλύπτουν τα επιτραπέζια

κρασιά, ενώ τα κρασιά Ονομασίας Προέλευσης Ανώτερης Ποιότητας (ΟΠΑΠ) μόλις

10%, εμφανίζοντας ωστόσο δυναμική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Τα λευκά

κρασιά καλύπτουν 75% της αγοράς οίνου τα τελευταία χρόνια, έναντι 25% των ερυθρών.

Χρονιά διακρίσεων το 2005

H βελτίωση της ποιότητας των ελληνικών κρασιών, αλλά και οι εξαιρετικές

κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας που βοηθούν στην παραγωγή τους, έχουν

φέρει στη χώρα αρκετά μετάλλια και βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς τα

τελευταία χρόνια. Τα κρασιά Κτήμα Γεροβασιλείου Λευκό 2004 απέσπασαν χρυσό

μετάλλιο στους διαγωνισμούς Concours Modial de Bruxelles 2005 και Vinalies

Internationales 2005, κρασιά της Creta Olympias -όπως το Μυράμπελος, εσοδείας

2003 -ασημένιο μετάλλιο στο Concours Modial de Bruxelles 2005, το κρασί

Meliasto 2003 Κτήμα Σπυρόπουλου αργυρό μετάλλιο στη διεθνή έκθεση του Τορόντο

2005, το επιδόρπιο οίνου Μαυροδάφνη της εταιρείας Κουρτάκη χρυσό μετάλλιο στη

διεθνή έκθεση του Τορόντο 2005 και τα κρασιά Κτήμα Βασιλείου Αγιωργίτικο Νεμέα

Βασιλείου και Fume Αμπελώνες Βασιλείου έλαβαν τρία αστέρια (που

αντιπροσωπεύουν το κρασί «εξαιρετικής ποιότητας») στην έκθεση Prowein 2005 του

Ντύσελντορφ.