Τον τρόπο αλλαγής της βαθμολογίας στα γραπτά των Πανελληνίων Εξετάσεων

σχολιάζει ο κ. M. Χατηδάκης:

«Τα προηγούμενα χρόνια, όταν οι δύο βαθμολογητές είχαν μεγάλη απόκλιση,

αξιολογούσε το γραπτό και ένας τρίτος βαθμολογητής. Είναι προφανές πως ο

τρίτος βαθμολογητής αξιολογεί το γραπτό πιο αντικειμενικά και με μεγαλύτερη

προσοχή και νηφαλιότητα, λόγω του ότι γνωρίζει ότι υπάρχει μεγάλη απόκλιση και

γιατί ο όγκος των γραπτών είναι μικρότερος. Ο βαθμός αυτός μαζί με τον

πλησιέστερο βαθμό των δύο βαθμολογητών αθροιζόταν και έβγαινε ο μέσος όρος.

Φέτος όμως αποφασίστηκε ο βαθμός να είναι ο μέσος όρος και των τριών

βαθμολογητών. Έχουμε λοιπόν το υπαρκτό παράδειγμα. Ο πρώτος βαθμολογητής

αξιολογεί το γραπτό με 13, ο δεύτερος με 17 και ο τρίτος με 18. H διαφορά όπως

αντιλαμβάνεστε είναι μεγάλη. Ο πρώτος βαθμός μέτριος και ο τρίτος σχεδόν

άριστα. Τι να υποθέσει κανείς, ότι κάποιος είναι πολύ επιεικής και ο άλλος

πολύ αυστηρός. Όταν όμως έρχεται και η βαθμολογία του τρίτου, αλλάζει το

τοπίο. Δεν γίνεται στο ίδιο γραπτό να τύχει να βαθμολογήσουν με επιείκεια δύο

βαθμολογητές. Άρα λογικό και σαφές είναι πως θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη

του την πλειοψηφία.

Τώρα, σε αυτό το παράδειγμα να δούμε τα μηνύματα που στέλνει η Πολιτεία στους

νέους που αρχίζουν τη σταδιοδρομία τους.

A. Δεν υπάρχει σωστή και αντικειμενική αξιολόγηση.

B. Στο μέλλον θα αντιμετωπίζουν συνεχείς αδικίες.

Γ. Κάποιος αξιολογητής που μπορεί να βαθμολόγησε κάτω από ορισμένες

δυσμενείς συνθήκες και πιθανόν προσωπικούς λόγους θα επηρεάσει το μέλλον του

και τα οικονομικά της οικογενείας του».

Επίσης για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις γράφει ο κ. Κώστας Καρέτσος, από τη

Θεσσαλονίκη:

«Ποιος μας λέει ότι δεν θα επαναληφθούν θέματα από την ΚΕΓΕ σαν τα φετινά;

(Φυσική – Μαθηματικά).

H Νέα Δημοκρατία μιλούσε στο έντυπο προεκλογικό της πρόγραμμα για τράπεζα

θεμάτων. Ας προκαθορίσει λοιπόν έναν αριθμό θεμάτων από τα οποία ύστερα από

κλήρωση την ημέρα των Εξετάσεων να βγαίνουν τα εξεταζόμενα θέματα».