Η συνεχής ενασχόληση με την αρχαιολογική γραφή, έστω κι αν ορισμένοι

κατατάσσουν την αρχαιολογία στις «μαλακές» και όχι τις λεγόμενες «σκληρές»

επιστήμες, είναι καταπιεστική. Όταν συγγράφεις, κλείνεσαι διάγων για ένα

διάστημα βίον «ασκητού», ακολουθείς με περισσή ευλάβεια αυστηρούς και

απαράβατους κανόνες: μελέτη από το πρωί μέχρι το βράδυ, αγώνας για πρόσβαση

στη νεώτερη βιβλιογραφία, ύφος γραφής λιτό χωρίς περιττολογίες, περιγραφές

αντικειμένων ενίοτε ανιαρές και οπωσδήποτε βασανιστικές, αναζήτηση παράλληλων,

συγκρίσεις μορφολογικές και τεχνοτροπικές, υποσημειώσεις – υποσημειώσεις –

υποσημειώσεις, προσοχή σε κάθε λέξη ώστε να αποδίδει σωστά το νόημα, προσοχή

στα σημεία στίξης, τις ανορθογραφίες, τα διαστήματα, τις παραγράφους, τη δομή

των κεφαλαίων…

Διατυπώνεις απόψεις με φειδώ και δισταγμούς, ασκείς κριτική με το γάντι, και

όχι επιθετικά, όπως ενδεχομένως θα επιθυμούσες σε ορισμένες περιπτώσεις. Το

συναίσθημα εξοβελίζεται. Απαγορεύονται τα πετάγματα της φαντασίας, οι

αστήρικτες υποθέσεις, οι ψευτολογοτεχνικές εκφράσεις. Σκάσε και δημοσίευε,

publish or perish λένε χαριτολογώντας οι ξένοι συνάδελφοι. Παρά τους

περιορισμούς, τις δεσμεύσεις και την «καταπίεση», μπορείς, ωστόσο, τελικά να

εκφραστείς ελεύθερα και μέσα από τα «επιστημονικά» γραπτά σου.

Υπάρχουν τα πρότυπα και τα λαμπρά παραδείγματα. Δεν χρειάζεται να καταφύγεις

αναγκαστικά στην ποίηση, στο διήγημα ή το μυθιστόρημα για να εκφράσεις τα

συναισθήματά σου, όπως με ιδιαίτερη επιτυχία πράττουν ουκ ολίγοι συνάδελφοι

αρχαιολόγοι με ταλέντο λογοτέχνη, που βρίσκουν διέξοδο σε ποιητικές συλλογές,

διηγήματα, μυθιστορήματα, παιδικά βιβλία. Και το επιστημονικό γραπτό μπορεί να

γίνει καθρέφτης της ψυχής. Όσο και αν προσπαθούν ορισμένοι, είναι αδύνατο να

κρυφτούν πίσω από επιστημονικοφανή λόγο, αν δεν είναι ανυπόκριτοι και

ειλικρινείς.

Στην ελληνική αρχαιολογική κοινότητα, είναι αλήθεια, ελάχιστοι χρησιμοποιούν

«γλώσσα» τέτοια (παραδοσιακή ή ανανεωμένη), που να μπορεί να τους χαρίσει

επάξια τον τίτλο του διανοουμένου. Ο λόγος των περισσότερων χαρακτηρίζεται από

γλωσσική φτώχεια. Το ανησυχητικό είναι ότι ορισμένοι από τους λίγους

ταλαντούχους εμφανίζονται τελευταία θιασώτες της ασάφειας. Ανανεωμένη

αρχαιολογική γλώσσα και μοντέρνος λόγος δεν σημαίνει, νομίζω, εκφραστική

ασάφεια, ψευτοφιλοσοφικές περικοκλάδες, νεφελώδεις διατυπώσεις, στρυφνές

λεκτικές κατασκευές. H προσφορά της λεγόμενης «παραδοσιακής» αρχαιολογίας

(όσοι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον όρο αυτό υποτιμητικά είναι βαθιά

νυχτωμένοι) και χωρίς τη χρήση μοντέρνας γλώσσας εξακολουθεί να είναι άκρως

ουσιαστική. Περιορίζομαι προς το παρόν να μνημονεύσω ορισμένα δικά μας

«κεφάλαια» που αποτελούν πρότυπο για τις νεώτερες γενιές: Χρήστος Τσούντας,

Κωνσταντίνος Ρωμαίος, Χρήστος Καρούζος, Νικόλαος Κοντολέων, Σέμνη Καρούζου,

Δημήτριος Θεοχάρης, Νίκος Παπαχατζής, Γιώργος Μπακαλάκης, Μανόλης Ανδρόνικος.

Ο Πέτρος Θέμελης είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας