Για τις εγκαταστάσεις των Πανεπιστημίων γράφει η κ. N. Π. (τα στοιχεία της

στη διάθεση της εφημερίδας), με αφορμή τα σχόλια του κ. Γ. Βέλτσου και της κ.

Φατούρου στο δημοσίευμα της Άννας Δαμιανίδη:

«Βλέποντας την κατάσταση των Πανεπιστημίων μας διαφωνώ έντονα, όπως και πολλοί

άλλοι, όπως διαπίστωσα, με τα γραφέντα των πανεπιστημιακών.

Δεν διαφωνεί κανείς ότι το πρόβλημα των Πανεπιστημίων δεν εστιάζεται στους

«βρωμερούς τους τοίχους» (Γ. Βέλτσος), ούτε ότι «η τελετή», η ανταπόκριση του

κόσμου, ο ενθουσιασμός κ.λπ. ήταν αμελητέα και βέβαια το τιμώμενο πρόσωπο δεν

θα μπορούσε να δείχνει παρά χαρά – χωρίς, προς Θεού, αυτό να σημαίνει πως δεν

την ένιωθε κιόλας – όμως θεωρώ απαράδεκτο κάποια σχόλια και κριτικές να

εκλαμβάνονται, αβασάνιστα, ως «ισοπεδωτικά», «μίζερα» κ.λπ. Και για ποιο λόγο

η κ. Δαμιανίδη και όποια κ. Δαμιανίδη, όταν ασκεί κριτική, πρέπει αυτό να

θεωρείται ότι έχει στόχο να «χτυπηθεί το Πανεπιστήμιο»; Έλεος.

Επιτέλους, από πότε η ουσία των πραγμάτων – εν προκειμένω, η εκπαίδευση, η

γνώση – είναι ασύμβατη με την ευπρέπεια; Από πότε το ένα αποκλείει το άλλο;

Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι σε πολλά Ιδρύματα επιτελείται σοβαρό έργο – όχι όμως

απ’ όλους -, ότι το δημόσιο Πανεπιστήμιο έχει πράγματι ανάγκη υποστηρικτών,

όμως δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τόσο αυτονόητα πράγματα (καθαριότητα,

οργάνωση) κατέληξαν να θεωρούνται συνώνυμα του ολοκληρωτισμού, του φασισμού

και δεν ξέρω ποιου άλλου -ισμού. Τόσος πια λαϊκισμός, καλοπιάνουμε τα παιδιά

μας. Από τη ζωή δεν μαθαίνουμε ότι το πρώτο παράδειγμα για τα παιδιά είμαστε

εμείς οι ίδιοι; Εκτός κι αν επιδεικνύεται κι από τους κ. κ. καθηγητές η ίδια

συμπεριφορά».