O Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έχει αναχθεί στον κύριο εν Ελλάδι αρνητή της

οικουμενικότητας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο κήρυγμα της Ανάστασης,

θυμίζοντας πως η Ελλάδα είναι κατά 98% ορθόδοξη χώρα, τόνισε: «Δεν το

ανέχονται οι δυνάμεις του σκότους και θέλουν να το αποκεφαλίσουν, να

ισοπεδώσουν τα πάντα διά της παγκοσμιοποίησης, αυτής της νέας θεότητας που

έχει εμφανιστεί μαζί με την άλλη θεότητα που λέγεται ανθρώπινα δικαιώματα και

χάριν αυτής της θεότητας θα πρέπει να περιστείλουμε τα δικά μας δικαιώματα».

Στην τοποθέτηση ανιχνεύεται όλη η σημειολογία της σχετικοποίησης των

δικαιωμάτων: καταγγελία των «δυνάμεων του σκότους» που επιβουλεύονται την

αμιγή πλειονότητα, δαιμονοποίηση των ίδιων των δικαιωμάτων με τον χαρακτηρισμό

τους ως θεότητας και διάκριση ανάμεσα στα δικά μας δικαιώματα και αυτά των

άλλων. Με άλλα λόγια, οι εθνικές και θρησκευτικές μας ιδιαιτερότητες φτάνουν

και περισσεύουν για να μας διαφοροποιήσουν από όλους τους υπόλοιπους και να

αναιρέσουν την οικουμενική ισχύ των δικαιωμάτων.

H αντίφαση που επιμελώς παραγνωρίζεται είναι πως διεθνώς σύμμαχοι του

Αρχιεπισκόπου είναι εκείνοι ακριβώς που υποτίθεται πως επιβουλεύονται την

ιδιαιτερότητά μας. Από τη μια το ριζοσπαστικό Ισλάμ. Χαρακτηριστική η επίσημη

τοποθέτηση το 1947 του εκπροσώπου της Σαουδικής Αραβίας στην επιτροπή που

συνέτασσε την Οικουμενική Διακήρυξη: «Οι συγγραφείς του σχεδίου διακήρυξης

έλαβαν υπόψη τους κατά το μεγαλύτερο μέρος μόνο τα κριτήρια τα οποία

αναγνωρίζει ο δυτικός πολιτισμός και αγνόησαν αρχαιότερους πολιτισμούς των

οποίων οι θεσμοί απέδειξαν τη σοφία τους διαμέσου των αιώνων. Δεν ήταν

αρμοδιότητα της επιτροπής να ανακηρύξει την ανωτερότητα ενός πολιτισμού έναντι

όλων των άλλων ή να καθορίσει ομοιόμορφα κριτήρια για όλες τις χώρες του

κόσμου». Σε τι ενίστατο η Σαουδική Αραβία; Στην ελευθερία επιλογής γάμου και

θρησκείας! Από την άλλη οι ΗΠΑ, μητρόπολη της πολιτισμικής ομογενοποίησης,

αυτάρεσκα αρνούνται να υπαχθούν σε διεθνείς κανόνες δικαιωμάτων, αφού οι

κανόνες αυτοί στερούνται εθνικής πολιτικής νομιμότητας, ενώ οι εθνικοί τους

κανόνες είναι υπέρτεροι διότι βασίζονται στη συναίνεση των κυβερνωμένων στη

συνταγματική δημοκρατική κυριαρχία. Μνημειώδης η διαστρέβλωση των εννοιών για

να συγκαλυφθεί η αυτοεξαίρεση από τη διεθνή νομιμότητα. Αυτή η «Διεθνής της

Αμφισβήτησης» παραγνωρίζει το αυτονόητο: πως τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι

οικουμενικά, επειδή καθορίζουν τα οικουμενικά συμφέροντα των ανίσχυρων (M.

Ιγκνάτιεφ).

Είναι άξια λόγου η μετάλλαξη του εκκλησιαστικού κηρύγματος από λόγο καταλλαγής

και απάντησης στις μεταφυσικές αγωνίες σε κινδυνολογική κριτική στη

σημαντικότερη κατάκτηση του σύγχρονου πολιτισμού, την προστασία των

δικαιωμάτων. Ο Αμίν Μααλούφ παρατηρεί πως οι κοινωνίες που είναι σίγουρες για

τον εαυτό τους αντανακλώνται σε θρησκείες με αυτοπεποίθηση, θρησκείες

νηφάλιες, ανοιχτόμυαλες, ενώ οι ανασφαλείς κοινωνίες αντανακλώνται σε

θρησκείες φοβισμένες, άκαμπτες, καχύποπτες. Αν η παρατήρησή του ισχύει για τις

θρησκείες, τότε ισχύει πολύ περισσότερο για τους εκκλησιαστικούς ηγέτες.

Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα

του Ανθρώπου και τ. πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.