Μάιος του 1962. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης με τον Άντονι Πέρκινς, ο οποίος

βρέθηκε στην Αθήνα μετά τα γυρίσματα της γαλλικής ταινίας «Τρίτη διάσταση», με

τη Σοφία Λόρεν και μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Δεξιά, ουρές έξω από το παρεκκλήσι

της Μητρόπολης

Θυμόταν, πάντα, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης αξέχαστες νύχτες και γλέντια με

διάσημους ξένους όπως οι Λόρεν, Τέιλορ, Μπράντο, Ντελόν. Αλλά και την άρνησή

του να γίνει βουλευτής. Οι αναμνήσεις του από τη «Σπηλιά του Παρασκευά» στην

Καστέλλα είναι χαρακτηριστικές:

«Την άνοιξη του 1963, μετά την επιτυχία στην «Τριάνα» του Χειλά, μου έγινε

πρόταση για τη «Σπηλιά». Στο συγκρότημα, Παπαδόπουλος, Καρνέζης, Διδίλης και

Μάγια Μελάγια. Το μενού φρέσκο ψάρι. Το κέντρο, χτισμένο πάνω στα βοτσαλάκια,

ήταν γεμάτο κάθε βράδυ. Πολύς κόσμος πέρασε από εκεί. Περνούσαν και μας

άκουγαν και πολλοί διάσημοι ξένοι. Ανάμεσά τους, θυμάμαι, Σοφία Λόρεν, Λιζ

Τέιλορ, Αλέν Ντελόν, Ρόμι Σνάιντερ, Σιμόν Σινιορέ, Μάρλον Μπράντο και άλλοι

γνωστοί αστέρες. Δεν θα ξεχάσω που μερικοί από αυτούς που διασκέδαζαν και

έρχονταν στο κέφι πετούσαν τα μπουκάλια και τα πιάτα στη θάλασσα!

Μια νύχτα, κάπου 50-60 βουλευτές από την EPE, το Κέντρο και την ΕΔΑ

είχαν έρθει στο μαγαζί, ενώ προηγουμένως καβγάδιζαν στην αίθουσα της Βουλής.

Εκείνη την εποχή, ο Μίκης Θεοδωράκης μού είχε προτείνει να βάλω υποψηφιότητα

για βουλευτής, αλλά αρνήθηκα. Του είπα, τότε, ότι εμείς οι καλλιτέχνες πρέπει

να τραγουδάμε τους καημούς των απλών ανθρώπων, γιατί έχουν περάσει πολλά στην

Κατοχή από Ιταλούς και Γερμανούς. Δεν με άκουσε όμως. Και λογοφέραμε. Κάναμε

να μιλήσουμε έξι μήνες. Αυτό το γεγονός το έχω συνδέσει με το γύρισμα ενός

τραγουδιού σε δίσκο. Το «Κάντε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός» του

Σταύρου Ξαρχάκου. Το τραγούδησα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ωστόσο, ο Μίκης

Θεοδωράκης με ξαναπήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Γρηγόρη, έχω γράψει κάποια

τραγούδια. Δεν είναι μόνο η μουσική δική μου, είναι και οι στίχοι. Είναι ένα

έργο που σου πάει. »Το τραγούδι του Νεκρού Αδελφού»».

Κάτι μου έλεγαν αυτά τα λόγια. Κάναμε λοιπόν πρόβες, μπήκαμε στο στούντιο και

το γράψαμε. Μόλις κυκλοφόρησε, ο Μίκης έκλεισε το Θέατρο Καλουτά στην οδό

Πατησίων. Αρχίσαμε νέες πρόβες για ν’ ανεβάσουμε το έργο στο θέατρο – δοκιμές

πρωί απόγευμα. Ανέβηκε υπό μορφήν όπερας. Και σημείωσε τότε μεγάλη επιτυχία.

Τα τραγούδια ήταν ένα κι ένα. Όλα επιτυχίες»…

«Έδινε το μεροκάματό του στα γκαρσόνια!»

Πόλυ Πάνου: «Στις αρχές του ’50, εκείνα τα πέτρινα χρόνια, έφερε εμένα και

την οικογένειά μου από την Πάτρα στην Αθήνα και μας έβαλε μέσα στο φτωχικό

του. Υπήρξε κουβαρντάς στην ψυχή και στην τσέπη. Κοντά έναν χρόνο, το 1952,

στο πατρικό του χαμόσπιτο, στην οδό Μυκηνών 5 στο Περιστέρι, μέναμε ο Γρηγόρης

με τη γυναίκα του Θεόκλεια, τα δύο κοριτσάκια τους, την Άννα και την Τασία, η

μάνα του η Αναστασία, η μητέρα μου, η μεγαλύτερη αδελφή μου Ντίνα κι εγώ.

Τρώγαμε στο ίδιο τραπέζι όλοι. Γιατί το μεροκάματο που έπαιρνε από το κέντρο

όπου δούλευε το μοίραζε στα γκαρσόνια, το έδινε ως πουρμπουάρ. Με το ξεκίνημά

μου με πήρε στο κέντρο «Ζούγκλα», στην Πλατεία Βάθη και με έβαλε στο στούντιο.

Μου έδωσε τραγούδια του. Με στήριξε».


Βίκυ Μοσχολιού: «Στάθηκα πολύ τυχερή που βρέθηκε στη ζωή μου. Παιδί της

φτώχειας εγώ, όταν αγωνιζόμουν για το μεροκάματο, ο Μπιθικώτσης μού έδωσε

φτερά. Μόλις πρωτοβγήκα στο πάλκο του κέντρου «Τριάνα» του Χειλά, με έβαλε και

κάθησα δίπλα του. Φοβισμένη τού έκανα σεγόντο και στις αλλαγές κουπλέ και

ρεφρέν τού χτυπούσα παλαμάκια. Με πήρε από το χέρι και με πήγε στον Σταύρο

Ξαρχάκο, ο οποίος μου έδωσε το «Χάθηκε το φεγγάρι» και έκανα το μεγάλο

ξεκίνημα στο τραγούδι».



«Σεμνός και εργατικός»

Στέλλα Πιτσώνη: «Μάς έδινε ζωντάνια. Έμαθα και τα παιδιά μου να τον

ακούνε. H φωνή και τα τραγούδια του είναι συνδεδεμένα με τους αγώνες μας».

Μανώλης Τσουκαλάς, 61 ετών: «Ήμουν τυχερός που μεγάλωσα με τα τραγούδια

του. Ήμουν στην πρώτη συναυλία του το ’61 και στο «Άξιον εστί» το ’64».

Θανάσης Ζάππας, 35 ετών: «Έκλαψα όταν έμαθα για τον θάνατό του».

Παναγιώτης Γιαλαμάς, 36 ετών: «Αποτελούσε παράδειγμα. Άνθρωπος σεμνός, εργατικός».