«H φωτογραφία είναι «καλή» μόνο αν είναι χρήσιμη. Ό,τι σταματά στη μορφή,

είναι μέτριο. H εικόνα καταργεί το προϊόν, είναι πιο δυνατή από το θέμα. Τα

προϊόντα είναι όλα ίδια. H διαφορά είναι στην ανάλυση και σ’ αυτό που

προτείνει η εικόνα», λέει ο Ολιβιέρο Τοσκάνι

Προκλητικός, ανατρεπτικός, βλάσφημος, διωκόμενος και συνάμα πολυπράγμων,

περιζήτητος παγκοσμίως ο Ιταλός φωτογράφος Ολιβιέρο Τοσκάνι εξακολουθεί επί 40

χρόνια να προκαλεί. Γνωστός στην Ελλάδα από τις φωτογραφίες για την Beneton

(«υπήρξατε σκληροί απέναντί μου», δηλώνει), βρέθηκε χθες στη Θεσσαλονίκη με

αφορμή την έκθεσή του με τίτλο «Εμείς οι μελλοθάνατοι» (πορτρέτα μελλοθανάτων

σε φυλακές των Ηνωμένων Πολιτειών πλαισιωμένα με συνεντεύξεις τους), στο

Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο πλαίσιο της «Φωτοσυγκυρίας».

«Δεν είχα ποτέ αυτό που λέμε κλίση στη φωτογραφία. Έγινα φωτογράφος γιατί ο

πατέρας μου και η αδελφή μου ήταν φωτογράφοι. Δεν έχω στούντιο, δεν έχω

αρχείο».

Κοντεύει τα 60 και εξακολουθεί να προκαλεί. «H δημιουργικότητα», λέει, «δεν

μπορεί να βασίζεται στην ασφάλεια. Πρέπει να κινούμαστε σε ασαφές

επαμφοτερίζον έδαφος».

Διώχθηκε από το Βατικανό, υποστηρίχθηκε από τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι,

κατηγορήθηκε και δικάστηκε για «υποκίνηση βίας» (στη φωτογραφία με τις

χειροπέδες που συνδέουν ένα λευκό κι ένα μαύρο χέρι) στην Ιταλία και την ίδια

μέρα βραβευόταν στην Ολλανδία.

«Τους εμπόρους δεν τους ενδιαφέρει η ηθική αλλά το κέρδος. Έκανα τους

εργοδότες μου να κερδίσουν και στη συνέχεια – αφού τους πρόσφερα κέρδος –

μπόρεσα να είμαι ελεύθερος. Δεν μ’ αρέσει να φωτογραφίζω τοπία. H φύση είναι

τέλεια. H φύση του ανθρώπου όμως είναι ατελής. Είναι Θεός και Διάβολος μαζί.

Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τη φωτογραφία».

Φωτογράφισε υψηλή ραπτική δίπλα σε σκουπιδότοπους, φόρεσε παλτό σε λουομένους,

φόρεσε ένα υπερμέγεθες προφυλακτικό στον οβελίσκο της Place de la Concorde στο

Παρίσι, ονόμασε «Jesus» έναν τύπο παντελονιού τζιν, κάλεσε τους καταναλωτές να

το αγοράσουν με τη χριστιανική ρήση «Chi mi ama mi segua» («Όποιος μ’ αγαπά μ’

ακολουθεί») τυπωμένη στα καλλίπυγα οπίσθια μιας κυρίας που το φορούσε.

«Δεν υπάρχει πλέον διαφορά μεταξύ δημοσιογραφίας και διαφήμισης. Τα πάντα

είναι η επικοινωνία που ήταν πάντα στην υπηρεσία της εξουσίας (της θρησκείας,

της πολιτικής της βιομηχανίας…). Οι Πάπες χρησιμοποίησαν τον σοδομιστή και

ομοφυλόφιλο Καραβάτζιο για να ζωγραφίσει και να προωθήσει τα… προϊόντα τους.

Ήταν το μέσο για την προπαγάνδα της Εκκλησίας σε μια σειρά «προϊόντων» που

εξακολουθούν να «πωλούν» χωρίς κανείς να καταφέρει 2.000 χρόνια τώρα να

αποδείξει την ύπαρξή τους».

Ο Ολιβιέρο Τοσκάνι παρουσίασε και το λεύκωμά του «12 Αυγούστου 1944».

Φωτογράφισε 50 πορτρέτα ανθρώπων από το χωριό Σάντα Άννα Ντι Στατζέμα που 60

χρόνια πριν – ώς μωρά τότε – έγιναν μάρτυρες της σφαγής των δικών τους από

τους φασίστες. Τα κείμενα είναι αφηγήσεις των ηλικιωμένων σήμερα μαρτύρων.

«Στον κόσμο της κατανάλωσης και της τηλεόρασης δεν υπάρχει ο θάνατος. Είμαστε

όλοι ξανθοί, νέοι και ευτυχισμένοι… H ηρωίνη είναι καλύτερη από την

τηλεόραση», σχολίασε τους σταυρούς που είχε φωτογραφίσει σε κοιμητήριο, σαν

άσκηση φόρμας, με αφορμή την – επικείμενη τότε – επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ.

Λεύκωμα για τα περιττώματα!

«Ο προορισμός της τέχνης είναι η ανθρώπινη συνθήκη. Δεν υπάρχει ομορφιά στη

φωτογραφία. Προσέξτε τες. Σχεδόν μυρίζουν», προέτρεψε τους «σοκαρισμένους»,

από τη… «μυρωδιά» της αλήθειας των φωτογραφιών του με περιττώματα ανθρώπων

και ζώων, θεατές του έργου του ο ανατρεπτικός Ολιβιέρο Τοσκάνι. «Είναι το μόνο

παραγωγικό αποτέλεσμα της κοινής για όλους μας δραστηριότητας. Σ’ όλα τα άλλα

είμαστε απλώς αντιγραφείς. Παράγουμε κατά μέσο όρο 50 τόνους περιττωμάτων ο

καθένας στη διάρκεια της ζωής του». Όλα αυτά για τις 20 προκλητικές

φωτογραφίες του λευκώματος, το οποίο κυκλοφόρησε σε μορφή «δώρου» για φίλους…

INFO

Oliviero Toscani «Εμείς οι μελλοθάνατοι», στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης

Τέχνης (εγκαταστάσεις Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης) έως την Κυριακή 13

Μαρτίου. Καθημερινά 10.00-18.00.