Εξορίστηκαν οι κάμερες από το κυριακάτικο κήρυγμα. Ίσως γιατί πάντα μας

φταίει αυτό που μας κάνει να σκεφθούμε

Το αυτονόητο έγινε είδηση. Χωρίς κάμερες τα κυριακάτικα κηρύγματα. Προφανώς

πέρασε η εποχή των φωτογενών ανεκδότων. Έχουν γίνει ανέκδοτο οι ίδιοι οι

Άγιοι. Άραγε, επιχειρεί να κόψει με αυτήν την εντολή τις γέφυρες με τη

μιντιακή εικόνα της Εκκλησίας ο Αρχιεπίσκοπος; Είναι αργά. Έχει ενταχθεί σε

αυτήν. Αποτελεί μέρος της. Το διεκδίκησε ευθύς εξαρχής, με την ανάληψη των

καθηκόντων του. Οι κάμερες βρήκαν τον δρόμο ανοιχτό και την πρόσκληση φυσικά

δελεαστική, καθώς καλούνταν σε έναν χώρο που κανονικά δεν τους ανήκει, δεν

ανήκει στο ηλεκτρικό φως των προβολέων, αλλά στο εσωτερικό, της ψυχής.

Το ερώτημα, ωστόσο, που γεννιέται είναι αν η απαγόρευση της κάμερας σημαίνει

επιστροφή της Εκκλησίας στον διακριτικό χώρο του πνεύματος, της ψυχικής

ανάγκης. Ή απλώς έπαθε και ο Αρχιεπίσκοπος ό,τι και όλος ο κόσμος με τη

ριάλιτι τηλεόραση, δηλαδή δεν αντέχει αίφνης το είδωλό του και το είδωλο της

«εκσυγχρονισμένης» Εκκλησίας του.

Ωστόσο, θέση στον κόσμο των ειδώλων διεκδίκησαν και οι ρασοφόροι, με

κορυφαίο τον κ. Χριστόδουλο. Σε αυτόν τον κόσμο με «προκάτ» αλήθειες και με

άτομα καθηλωμένα σε θώκους εξουσίας, σύμβολα τα ίδια αυτοπροσώπως του σουξέ

τους, του μιντιακού πολιτισμού που τα μετατρέπει σε λατρευτικά είδωλα και όχι

αυτού που εκπροσωπούν.

Το αυτονόητο της παρουσίας του στον μιντιακό χώρο και εν τέλει στη

δημόσια σφαίρα, την οποία τα μίντια διαμορφώνουν, διεκδίκησε ο Αρχιεπίσκοπος

και αυτήν διαλάλησε με τη φωτογενή στάση του απέναντι στις κάμερες,

αναλαμβάνοντας ρόλους όχι απλώς πνευματικού καθοδηγητή, αλλά και πολιτικού και

ιδεολογικού.

Το παράδοξο με τις τηλεοπτικές κάμερες είναι ότι δεν κατασκευάζουν εκ

του μηδενός μια πραγματικότητα. Μπορεί να διευρύνουν ένα μέρος της εις βάρος

του συνολικού, μπορεί να επικεντρώνονται στα πλέον φωτογενή στοιχεία, στα

πλέον καταναλωτικά, αλλά αυτό ακριβώς είναι και το στοιχείο που ξέφυγε από τον

έλεγχο της μιντιακής πολιτικής του Αρχιεπισκόπου. Γιατί για τον τηλεοπτικό

φακό υπάρχει μόνον καταναλωτική εικόνα. Δεν υπάρχει μυστήριο, υπάρχει μόνον η

κατάργησή του.

Ωστόσο, είχε ήδη καταργηθεί. Είναι φανερό. Ανακάλυψε, αποκάλυψε,

επέμεινε η τηλεοπτική κάμερα σε μία υπαρκτή κατάσταση της Εκκλησίας,

διαμορφωμένη μαζί με την κοινωνία των ηδονών, της εκζήτησης, του σουξέ.

H συμβολική – υποθέτουμε, γιατί ουσιαστική δεν μπορεί να υπάρξει – απαγόρευση

της κάμερας στον κυριακάτικο εκκλησιασμό, και δη την ώρα του κηρύγματος, το

τελευταίο που θα μπορούσε, εν τέλει, να συμβολίσει είναι την επιστροφή στο

μυστήριο, με τη θρησκευτική έννοια. Πλέον το μυστήριο αποκτά το κοσμικό του

νόημα και αντιθέτως προσκαλεί τις κάμερες αντί να τις εμποδίζει.

H «τρέλα» πάει ριάλιτι

Σόου τρέλας, αυτό περνάει στην τηλεόραση, αυτό έδωσε ο πολύς – ως προς το

ψώνιο – Αγαμέμνων του «Fame Story», εν τέλει, δίνοντας τη διάσταση που

ταιριάζει στο είδος. «Μα ένα πάρτι είναι», έλεγε στην Τατιάνα το επόμενο

μεσημέρι, αφού τον είχε αποσύρει το κοινό από την ομάδα των εγκλείστων,

διασώζοντας τον εκλεκτό του Περικλή.

Ούρλιαξε, χόρεψε, πιθήκισε, έκανε γκριμάτσες, πήρε και μια νεαρή από το

κοινό και επιδόθηκαν σε χορευτικές φιγούρες, έφτυσε στο τέλος παριστάνοντας

τον καουμπόη σε σκηνή μονομαχίας και απόλαυσε την αποδοχή του από κοινό και

κάμερες. H αλήθεια είναι πως ο συγκεκριμένος παλίμπαις διαφέρει ως προς άλλους

που προηγήθηκαν στο σπορ της πρόκλησης στο ότι δεν γίνεται επιθετικός, δεν

«ενοχλεί», όπως ο Χατζηστεφάνου για παράδειγμα, γίνεται ένα με τον ριάλιτι

τηλεπολτό. Και όχι μόνον, του προσφέρει κατά κόρον φωτογενή συστατικά μέχρις

εξαντλήσεως.

Έχει πιάσει το νόημα μιας εποχής που λατρεύει τον «τρελό του χωριού» σαν

ανάμνηση μιας χαμένης «αγνότητας»; Κρίμα όμως, γιατί η «τρέλα» έχει νόημα αν

μπορεί να δώσει την αίσθηση μιας ευεργετικής ρήξης, που μας βγάζει από το

καβούκι μας. Αλλιώς παραμένει ένας αστείος, πλην κουραστικός, παλιμπαιδισμός.

Ο συμπαθής Άγκα απέμεινε σφραγίδα της ριαλιτζίδικης γυάλας, ένα «απολίθωμα»

ξεφαντώματος εντός του πλαισίου του ριάλιτι, «οικιακός», ανώδυνος. Θέαμα ήθελε

να γίνει και αυτό έγινε.