Μικρός και τέτοιες μέρες με ντύνανε τσολιαδάκι. Απ’ το πρωί που ξύπναγα,

όρθιος μπροστά στη φουστανέλα, δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή να ζωστώ το

κόκκινο ζωνάρι, να φορέσω το φέσι και να βγω στην πλατεία όπου μετά το

μεσημεράκι άρχιζε ο χορός και όλοι πιασμένοι σταυρωτά χέρι χέρι, τέντα το

τραγούδι:

«Πού να βρω ‘γώ,

γεια σας παιδιά,

πού να βρω ‘γώ

βασιλικό;»

… και χορεύαμε έναν χορό που για να θυμηθώ τα βήματά του πρέπει να σηκωθώ να

τον χορέψω και δεν με παίρνει, γιατί κοιτάει η Ρούλα πάνω απ’ το ξεσκονόπανο

και έτοιμη είναι να με ξεφωνίσει, να με δει να χορεύω με τις παντόφλες την

«τράτα» να κάνει καινούργιο συκώτι η γυναίκα. Ναι «τράτα» τον λέγαμε αυτόν τον

χορό στο χωριό μου. Ή όχι; Μήπως το «τράτα» το άκουσα μετά, φοιτητής στο

Εθνικό πια, στου Φιλοπάππου στη Δόρα Στράτου, «These is Tsakonikos, these is

Trata, Ca ce Tsakonikos, Ca ce Trata», όπου τρέχαμε να βρούμε τις ρίζες μας

λες και ήταν μακριά η Σαλαμίνα. Τέλος πάντων. Δεν το σχολιάζω. Όλοι λοιπόν στο

χωριό ντυνόμασταν, τα αγόρια τσολιαδάκια και τα κορίτσια Κουλουριώτισσες ή

βασίλισσες Αμαλίες. Τότε, ίσα που ξεμύτισε και η πρώτη «μαρκησία», νομίζω η

Κατινίτσα ήτανε ή κάνω λάθος; (λάθος κάνω, αλλά επίτηδες γιατί εγώ αυτήν ήθελα

ντυμένη μαρκησία). Μετά αυτό το «μαρκησία» έγινε πολύ «in», πολύ το «κάτι

άλλο». H ενδυμασία αυτή απαρτιζόταν από μια μακριά φούστα, τριανταφυλλιά ή

γαλάζια κατά το πλείστον, γυαλιστερή γυαλιστερή, με ίδιο ύφασμα μπλούζα, αλλά

με πολλούς φραμπαλάδες σε μανίκια, μπούστο, ντεκολτέδες και μία (ο κολοφώνας)

περούκα – ο Θεός να την κάνει – άσπρη, κάτασπρη, μπαμπάκι σκέτο τη φόραγε το

κοριτσάκι σαν μπανταρισμένο κατ’ ευθείαν απ’ τον Ερυθρό Σταυρό Πρώτων

Βοηθειών. Δεν υπήρχε 166 τότε, ούτε EKAB και τέτοιες πολυτέλειες, ένα ξερό

Πρώτων Βοηθειών στην 3ης Σεπτεμβρίου κι έξω απ’ την πόρτα. Παρ’ όλα αυτά, εγώ

μέσα μου, πολύ βαθιά ήθελα Ινδιάνος. Είχα δει στον «Θησαυρό» ένα παιδάκι με τα

φτερά στο κεφάλι και το τσεκούρι στο χέρι και είχα τρελαθεί το επαρχιωτόπουλο.

Και τι δεν έκανα κάθε χρόνο να κοτσάρω το κοκορόφτερο το βαμμένο, δεν το

κατάφερα. Αν και ποτέ δεν είναι αργά. Λέω φέτος να μαζευτούμε όλοι αυτοί που

θέλαμε να ντυθούμε τη στολή που δεν καταφέραμε και να το κάνουμε επιτέλους το

πάρτι που χρόνια ονειρευόμαστε. H Μανουέλα βασίλισσα της νύχτας με γαλανόμαυρα

τούλια, το καπέλο το σαν ανάποδο χωνί που στην κορυφή του βγαίνουνε τούλια και

στο χέρι ένα χρυσό ραβδί να καταλήγει σε ολόχρυσο άστρο. Ναι, βασίλισσα της

νύχτας, Σταμάτη μου, γιατί μικρή ή λουστράκο με ντύνανε ή περίπτερο ή

μπουγάδα. H Μαρία, κύκνος για να μην πω λίμνη των κύκνων και φανώ υπερβολικός.

Το Πακιό, Μέγας Ναπολέων, που όλο βοσκοπούλα το ντύνανε κι αυτό ντρεπόταν και

δεν έβγαινε στον δρόμο, ο Μάνος (ο Βενιαμίν της παρέας), πανκ με την κόκκινη

περικεφαλαία από μαλλί κοκαλωμένο κι όχι που τον μεταμφιέζανε συνέχεια

χελωνονιντζάκι το καημένο….

Ωστόσο, είναι ώρα για πάρτι και μεταμφιέσεις αυτές τις ημέρες των «μεγάλων

μασκαράδων»; Είναι καιρός για γλέντι, αυτός, που ο «μέγας ιεροεξεταστής»

έμεινε «Μετεξεταστέος»;

Αααχ… και:

«Πού να βρω ‘γώ,

γεια σας παιδιά,

πού να βρω ‘γώ

βασιλικό;»