Ο τελευταίος όρος που χρησιμοποιείται στις συζητήσεις για την παγκοσμιοποίηση,

είναι αυτός της μεταφοράς θέσεων εργασίας σε τρίτες χώρες (outsourcing).

Ξαφνικά οι Αμερικανοί – υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης εδώ και καιρό –

αρχίζουν να ανησυχούν για τις επιπτώσεις της στην οικονομία τους. Οι φανατικοί

υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης δεν ανησυχούν, βεβαίως, για τις απώλειες

θέσεων εργασίας. Επισημαίνουν ότι η μεταφορά θέσεων εργασίας μειώνει το κόστος

– ακριβώς όπως μια τεχνολογική αλλαγή αυξάνει την παραγωγικότητα και,

επομένως, τα κέρδη – και επισημαίνουν πως ό,τι είναι καλό για την κερδοφορία,

θα πρέπει να είναι καλό και για την αμερικανική οικονομία.

Οι νόμοι των οικονομικών, όπως βεβαιώνουν υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης,

εξασφαλίζουν πως μακροπρόθεσμα θα υπάρξουν δουλειές για όποιον θελήσει να

εργαστεί, αρκεί η κυβέρνηση να μην επεμβαίνει στις αγορές θέτοντας ελάχιστα

όρια στους μισθούς ή εξασφαλίζοντας τη μονιμότητα του εργαζομένου και τα

εργατικά συνδικάτα να μην κατακτούν μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς. Σε

ανταγωνιστικές αγορές ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης εξασφαλίζει ότι

τελικά – μακροπρόθεσμα – η ζήτηση για εργαζομένους θα είναι ίση με την

προσφορά και δεν θα υπάρχει ανεργία. Όμως, όπως πολύ κυνικά έθεσε το θέμα ο

Κέινς, μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί.

Δεν καταλαβαίνουν

Το πρόβλημα με την παγκοσμιοποίηση σήμερα είναι ότι λίγοι θα ωφεληθούν και οι

περισσότεροι θα βρεθούν σε χειρότερη θέση, εκτός αν η κυβέρνηση αναλάβει

ουσιαστικό ρόλο στο πώς θα πραγματοποιηθεί. Αυτός ο ρόλος, όμως, έχει

υποβαθμιστεί από την κυβέρνηση Μπους

Όλοι εκείνοι που λένε ότι δεν προβληματίζονται από τις απώλειες θέσεων

εργασίας, δεν καταλαβαίνουν μερικά βασικά πράγματα: H αμερικανική οικονομία

δεν πάει καλά. Τα τελευταία τριάμισι χρόνια θα έπρεπε να έχουν δημιουργηθεί 4

έως 6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, ώστε να εξασφαλιστεί η απασχόληση όσων

μπαίνουν τώρα στην αγορά εργασίας. Αντιθέτως, όμως, χάθηκαν περισσότερες από 2

εκατ. θέσεις εργασίας. Πρόκειται για την πρώτη τετραετία που σημειώνονται

απώλειες θέσεων εργασίας από τότε που ο Χούβερ ήταν πρόεδρος, την εποχή που

άρχιζε η Μεγάλη Ύφεση.

Ο ρόλος του κράτους

Οι αγορές από μόνες τους δεν λειτουργούν έτσι, ώστε να εξασφαλίζουν εργασία σε

όποιον θέλει να δουλέψει. Ένας πολύ σημαντικός ρόλος του κράτους είναι να

διασφαλίζει συνθήκες πλήρους απασχόλησης στην οικονομία. Αυτός ο ρόλος, όμως,

έχει υποβαθμιστεί από την κυβέρνηση Μπους. Αν η ανεργία ήταν χαμηλότερη, οι

φόβοι για τις θέσεις εργασίας που μεταφέρονται σε τρίτες χώρες θα ήταν

μικρότεροι. Όμως, υπάρχει και ένας πιο σοβαρός λόγος ανησυχίας για τις

μεταφορές θέσεων εργασίας στο εξωτερικό – ας πούμε για τις θέσεις εργασίας

υψηλής τεχνολογίας στην Ινδία: καταστρέφεται ο μύθος ότι οι εργαζόμενοι δεν θα

πρέπει να φοβούνται την παγκοσμιοποίηση, θέμα το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο

της αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες για τις επιπτώσεις

της.

Δεν πείθουν

Όπως λένε όσοι ανησυχούν λιγότερο για τις απώλειες θέσεων εργασίας, οι

πλουσιότερες χώρες θα χάσουν θέσεις για ανειδίκευτους εργάτες σε κλάδους όπως

η κλωστοϋφαντουργία, οι οποίες θα μεταφερθούν στην Κίνα ή αλλού. Αυτό

υποτίθεται ότι είναι καλό πράγμα, επειδή η Αμερική πρέπει να είναι

ανταγωνιστική στην υψηλή τεχνολογία και εξειδίκευση. Εκείνο που απαιτείται,

είναι η αναβάθμιση των ικανοτήτων των εργαζομένων, που σημαίνει βελτίωση της

ποιότητας της εκπαίδευσης, ειδικά στον τομέα της επιστήμης και της

τεχνολογίας. Όμως, το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό, επειδή η Αμερική

παράγει λιγότερους μηχανικούς από όσους η Κίνα και η Ινδία – ακόμη κι αν οι

μηχανικοί από αυτές τις αναπτυσσόμενες χώρες δεν έχουν τόσο καλή εκπαίδευση.

Εξάλλου, υπάρχει μεγάλη διαφορά και στους μισθούς: Έτσι, λόγω του ανταγωνισμού

από τις τρίτες χώρες, οι μηχανικοί και οι ειδικοί στους υπολογιστές που

προέρχονται από τις ΗΠΑ ή από άλλες πλούσιες χώρες, θα πρέπει τελικά να

δεχτούν μείωση αποδοχών, να μείνουν άνεργοι ή να ψάξουν για άλλη δουλειά.

Αν στις ΗΠΑ οι υψηλά εξειδικευμένοι μηχανικοί και οι ειδικοί στους υπολογιστές

δεν μπορούν να αντέξουν τη μεταφορά θέσεων εργασίας σε τρίτες χώρες, σκεφθείτε

τι γίνεται με όσους έχουν μικρότερη εξειδίκευση. Ναι, η Αμερική ενδεχομένως να

μπορεί να διατηρήσει το πλεονέκτημα σε κορυφαίες θέσεις εργασίας όπως είναι η

έρευνα (π.χ. η εξέλιξη του επόμενου λέιζερ), όμως οι περισσότεροι

εξειδικευμένοι μηχανικοί και επιστήμονες ασχολούνται με πιο καθημερινά

επιστημονικά θέματα. Πρόκειται για τις μικρές τεχνολογικές καινοτομίες που

αποτελούν τη βάση για την αύξηση της παραγωγικότητας. Εδώ δεν είναι ξεκάθαρο

αν η Αμερική θα έχει πλεονέκτημα μακροπρόθεσμα.

Δύο μαθήματα

Δύο μαθήματα προκύπτουν από τη διαμάχη για τη μεταφορά θέσεων εργασίας.

Πρώτον, καθώς η Αμερική αγωνίζεται με τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, θα

έπρεπε να είναι πιο ευαίσθητη απέναντι στα προβλήματα των αναπτυσσόμενων χωρών

που έχουν πολύ λιγότερους πόρους. Δεύτερον, η Αμερική πρέπει να αρχίσει να

ανησυχεί. Πολλοί από τους υπέρμαχους της παγκοσμιοποίησης λένε ότι ο αριθμός

των θέσεων εργασίας που έχει μεταφερθεί σε τρίτες χώρες είναι σχετικά μικρός

(αν και εκφράζονται φόβοι ότι μπορεί τελικά να χαθεί μία στις δύο θέσεις

εργασίας). Ακόμη, όμως, κι εάν ο αριθμός των χαμένων θέσεων εργασίας είναι

μικρός, οι επιπτώσεις στο εισόδημα των εργαζομένων ενδέχεται να είναι

δραματικές. Παρά την ανάπτυξη, οι εργαζόμενοι μπορεί να βρεθούν σε χειρότερη

θέση – και όχι μόνο όσοι χάσουν τις δουλειές τους. Στα δέκα χρόνια που πέρασαν

από την υπογραφή της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας περί Ελεύθερου Εμπορίου, οι

μέσοι πραγματικοί μισθοί στις ΗΠΑ έχουν μειωθεί.

Το να χώνει κανείς το κεφάλι του στην άμμο και να πιστεύει πως όλοι θα

ωφεληθούν από την παγκοσμιοποίηση, είναι χαζό. Το πρόβλημα με την

παγκοσμιοποίηση σήμερα είναι ακριβώς ότι λίγοι θα ωφεληθούν και οι

περισσότεροι θα βρεθούν σε χειρότερη θέση, εκτός αν η κυβέρνηση αναλάβει

ουσιαστικό ρόλο στο πώς θα πραγματοποιηθεί η παγκοσμιοποίηση. Και αυτό είναι

το πιο σημαντικό μάθημα από τις συζητήσεις σχετικά με τη μεταφορά θέσεων

εργασίας σε τρίτες χώρες.

Ο Joseph Stiglitz είναι κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Οικονομίας 2001,

καθηγητής Οικονομικών στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Κολούμπια, πρώην επικεφαλής

οικονομικών συμβούλων του προέδρου Κλίντον, πρώην αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας

© Project Syndicate, Μάιος 2004

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ