Ουρές για μια θέση στις 41 (πανελλαδικά) αίθουσες που προβάλλουν την

«Πολίτικη κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη, με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Χωραφά,

Ιεροκλή Μιχαηλίδη, Ρένια Λουιζίδου

Όπως το περίμενα. Το στέκι της «Πολίτικης κουζίνας» το πρώτο τριήμερο έκλεισε

με 65.000… μαχαιροπίρουνα και στο φινάλε δεν αποκλείεται να αναδειχθεί το

δεύτερο – μετά το «Safe sex» – πιο εμπορικό μενού των τελευταίων τριάντα ετών

στην ελληνική – κινηματογραφική – κουζίνα!

Οι λόγοι είναι πολλοί. Όλοι όμως καταλήγουν στον έναν και εντελώς απλό, αλλά

μέχρι στιγμής δυσδιάκριτο από τους περισσότερους παραγωγούς και ιδιαιτέρως από

τα μέλη και τους συμβούλους του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου: την

παραγωγή. Δηλαδή: Οι Έλληνες της πολυεθνικής Village Roadshow, οι οποίοι

πρώτοι αναστήλωσαν και ανανέωσαν την εικόνα των μίζερων περιπτέρων που μέχρι

τότε εκλαμβάνονταν ως αίθουσες, δίνουν τώρα, στους ίδιους περίπου ιθαγενείς,

μαθήματα κινηματογραφικής παραγωγής. Ως εξής:

Πρώτον, εκτός από το σπλάτερ (βία, τρόμος και χάρτινο, εναέριο καράτε),

εκείνο που ιδιαιτέρως καρποφορεί και φέρνει εισιτήρια στα ταμεία είναι η

συγκίνηση και το δάκρυ. Παράδειγμα ο «Ταχυδρόμος» και το «Σινεμά: ο

παράδεισος». Έτσι εκ του ασφαλούς… τόλμησαν – πράγμα που αμφιβάλλω αν άλλος

κανείς Νεοέλλην θα το έκαμε σε τέτοια χρηματική έκταση – και επένδυσαν σε μια

ιστορία που δεν έχει τίποτα μα απολύτως τίποτα να πουλήσει: ούτε τσόντα ούτε

άγρια θηλυκά ούτε καν ένα πέρασμα της Βάνας Μπάρμπα. Άντε τώρα να φέρεις κόσμο

με κάποια Τουρκάλα ονόματι Κοκλούκαγια!

Δεύτερον, για να αποδώσει το τόλμημα τα… δέοντα χρειαζόταν όχι πέντε,

ούτε δέκα, μήτε εκατό εκατομμύρια δραχμούλες, αλλά τουλάχιστον πεντακόσιες,

τουτέστιν 1, 5 εκατομμύριο ευρώ. Μπόλικο το πιάτο, σερβιρισμένο με χρυσά

κουτάλια. Να χορτάσουν και οι χορτασμένοι!

Τρίτον, για να διανεμηθεί αυτό το μπόλικο πιάτο σε όσο το δυνατόν

περισσότερους πελάτες, πρέπει να σπρωχτεί σε κάθε γωνιά της ελληνικής

επικράτειας. Αυτό στη γλώσσα της πιάτσας λέγεται «μάρκετινγκ». Και το εν λόγω

μάρκετινγκ κόστισε στην εταιρεία καμιά διακοσαριά εκατομμύρια δραχμούλες.

Έτσι, ενώ η «κουζίνα» είναι πολίτικη και ελληνική, ο τρόπος παραγωγής,

διάδοσης και διάθεσης είναι εντελώς χολιγουντιανός. Που πάει να πει: Όσα

δώσεις, τόσα και περισσότερα θα πάρεις. Άρπα την αδιόρθωτε και μίζερε

περιπτεράκια.

Τέταρτον και τελευταίο, εν αντιθέσει με τους μεγαλοϋπαλλήλους του

Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου που στα γραφεία τους διαβάζουν και εγκρίνουν

σενάρια και μοιράζουν φραγκοδίφραγκα για να εισπράξουν επίσης φραγκοδίφραγκα,

οι παραγωγοί της «κουζίνας» από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή και από

το πρώτο μέχρι το τελευταίο καρέ και μέχρι ακόμα την ένταση από το ντο ρε μι

φα σολ της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, ήταν πάνω κατά πάνω. Και στο σενάριο, και στα

γυρίσματα και στο μοντάζ και σε όλα.

Γιατί όσοι νομίζουν πως οι 9 1/2 στις 10 ταινίες που γυρίζονται ανά την υφήλιο

είναι αποκλειστικά και μόνο αποτελέσματα σκηνοθέτη και σκηνοθεσίας, πλανώνται

πλάνη μεγάλη. Χωρίς αληθινούς παραγωγούς, η συντριπτική πλειονότητα τού

ετησίως παραγόμενου κινηματογραφικού «προϊόντος», από το Χόλιγουντ μέχρι το

Παρίσι, θα είχε βυθιστεί στον τάφο του «Τιτανικού». Γιατί οι μεγάλοι

σκηνοθέτες που κυκλοφορούν και δρουν στον πλανήτη και που γυρίζουν αυτό που

μόνο εκείνοι θέλουν είναι ελάχιστοι. Οι ταινίες που κόβουν όμως εισιτήρια

είναι πολλές. Και για να τελειώνω, αντιγράφω τα λόγια από την αυθόρμητη

αντίδραση ενός φίλου: «Γιατί τα Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας είναι καλύτερα

από την «Πολίτικη κουζίνα»; Όχι, χειρότερα». Συμφωνώ και προσυπογράφω!

INFO

Έκοψε: 65.000 εισιτήρια μόνον το πρώτο τριήμερο προβολής (σε 41

αίθουσες)

Σε Αθήνα – Πειραιά 46.500 εισιτήρια το πρώτο τριήμερο (σε 26 αίθουσες)

Στην περιφέρεια: 18.500 εισιτήρια (σε 15 αίθουσες)

Μέχρι σήμερα: υπολογίζεται ότι έκοψε κάπου 100.000 εισιτήρια

πανελλαδικά

Έκπληξη: η προσέλευση και θεατών άνω των 70 ετών στις αίθουσες

Κόστισε: κάπου 1,5 εκατ. ευρώ

Γυρίστηκε: σε Αθήνα, Κωνσταντινούπολη, Λαύριο.