Αν θέλαμε να δούμε το πραγματικό μας πρόσωπο, η εβδομάδα που πέρασε πρόσφερε

μοναδική ευκαιρία. Μοναδική ως προς τη σύμπτωση των αποκαλυπτικών γεγονότων,

αλλά και μοναδικά πικρή. Γιατί από την «υπόθεση Σταθέα», από το δεύτερο

επεισόδιο των περιπετειών του Οδυσσέα Τσενάι και από την πολλοστή διακωμώδηση

του θεσμού της ασυλίας στη Βουλή των Ελλήνων, ένα μόνο έντιμο συμπέρασμα

μπορεί να εξαχθεί: αντί να προοδεύει (όπως θα της επέτρεπε ο, τυπικός

τουλάχιστον, «εξευρωπαϊσμός» της), η ελληνική κοινωνία οπισθοχωρεί στους

τομείς της αξιοπρέπειας, της αποδοχής της διαφορετικότητας και του τρόπου

χρήσης των θεσμών.

Από την τραγική ιστορία της πτώσης (με όλες τις δυνατές έννοιες) της Ρουμπίνης

Σταθέα, οι ευρύτερα πολιτικές όψεις έχουν αρκούντως επισημανθεί: η δαιδαλώδης

γραφειοκρατία που καταλήγει σε θεσμική απουσία, η ευθυνοφοβία που οφείλεται,

αλλά και συνδυάζεται, με τις κάθε είδους παρεμβάσεις και πιέσεις, η έλλειψη

κοινού νου στην αντιμετώπιση των ζητημάτων, η αποσπασματική, εντυπωσιοθηρική

και τελικά ισοπεδωτική αντιμετώπιση από το μεγαλύτερο μέρος του γραπτού και

ηλεκτρονικού Τύπου. Εκείνο που επιπλέον προσωπικά με συντάραξε ήταν η

συνειδητή θυσία της ιδιωτικότητας, η απαξίωση ακόμα και της ίδιας της ιερής

έννοιας του πένθους. Ο άνθρωπος που δεν ξέρει να πενθεί – με στεγνά μάτια

ίσως, αλλά μακριά από πλήθη, κάμερες και επισημότητες – χάνει ένα μεγάλο

κομμάτι από την ανθρωπιά του. Είναι θλιβερό ο θάνατος ενός οικείου να μην

μπορεί να μείνει ιδιωτικός και άφατος και ακόμα θλιβερότερο που ένα όλο και

πιο μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας εθίζεται να χρησιμοποιεί τα πάντα –

ακόμα και τον πόνο, ακόμα και τον θάνατο – ως μέσα για κάποιον άλλο σκοπό.

Οι αντιδράσεις απέναντι στο Αλβανόπουλο που, όσο και αν αριστεύει, του πέφτει

βαριά η ελληνική σημαία δεν είναι βέβαια πρωτόγνωρες. Το νέο και αψευδές

στοιχείο είναι ότι κι εκείνοι που πριν από τρία χρόνια είχαν στηρίξει τον

Οδυσσέα, οι συμμαθητές του, σήμερα σήκωσαν ανενδοίαστα το λάβαρο της εθνικής

καθαρότητας. Τρία χρόνια «ωριμότεροι», τρία επιπλέον χρόνια συγχρωτισμού με

κάποιον που είναι αδύνατον πλέον να θεωρηθεί ξένος και όμως τρία χρόνια πιο

κοντά στην ιδεοληψία, την ξενοφοβία, τη σύγχυση ανάμεσα στο εθνικό και το

εθνικιστικό, ανάμεσα στην υπεράσπιση μιας πολιτισμικής ταυτότητας και την

καταπάτηση των πιο στοιχειωδών αρχών πολιτισμού.

Οι φωνασκίες, τέλος, των βουλευτών απέναντι στην (πολύ άτολμη, ούτως ή άλλως)

προσπάθεια να περιορισθεί η συντεχνιακή εκμετάλλευση του θεσμού της ασυλίας,

δείχνουν πώς αντιλαμβάνονται οι εκπρόσωποι της κοινωνίας τον ρόλο τους και

πόσο πιστεύουν ότι αξίζει ο δημόσιος βίος. Ένας θεσμός που στόχο, θεωρητικά,

έχει να προστατεύσει τον βουλευτή από άδικες διώξεις και, άρα, να περισώσει

την τιμή του κοινοβουλευτισμού καταλήγει, με τη χρήση που γίνεται, στο ακριβές

αντίθετό του. H διακομματικού χαρακτήρα άρνηση άρσης της ασυλίας σε

περιπτώσεις που προδήλως δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την εκτέλεση των

βουλευτικών καθηκόντων καθιστά τους βουλευτές τυπικά υπεράνω του νόμου και

ουσιαστικά άνευ ηθικής.

Και τα δύο είναι καταστροφικά για τη δημόσια εικόνα της πολιτικής. Τα πράγματα

είναι τόσο οριακά που πιστεύω ότι έφθασε η ώρα να καταργηθεί πλήρως ο θεσμός

τού «ακαταδίωκτου» και, για πράξεις που δεν συνδέονται με γνώμη ή ψήφο εντός

της Βουλής, οι βουλευτές να διώκονται ως κοινοί πολίτες. Μόνο που, όπως τόσα

πράγματα σε τούτο τον τόπο, η ώρα αυτή έχει ήδη περάσει: ήταν η προηγούμενη

συνταγματική αναθεώρηση και την πρωτοβουλία μπλόκαραν, φυσικά, οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι.

Ο δικηγόρος Κώστας B. Μποτόπουλος είναι διδάκτωρ του Συνταγματικού

Δικαίου.