Αν το έχετε ξεπεράσει πλήρως, σας ζηλεύω, αλλά εγώ δεν μπορώ. Κατά βάθος είμαι

ρατσίστρια. H εμφάνιση του άλλου είναι καθοριστική για την πρώτη εντύπωση, δεν

έχω φτάσει στο σημείο να μη με επηρεάζει. Υπάρχουν εικόνες που μου προκαλούν

απέχθεια, με δυσκολία συγκρατώ τους μορφασμούς. Μεγάλωσα σε μια αποστειρωμένη

χώρα, το διαφορετικό δεν το υποπτευόμασταν καν, δεν ξέραμε την ύπαρξή του. Δεν

ταξιδεύαμε, δεν είχαμε μετανάστες, η ομοιομορφία της χούντας μάς φαινόταν η

φυσική κατάσταση. Δεν είναι εύκολο για εμάς όλους να αλλάξουμε. Αλλά

ανακαλύψαμε ότι ο ρατσισμός είναι φριχτό πράγμα. Κυρίως για το πώς αλλοιώνει

όχι την εικόνα των άλλων, αλλά τη δική μας ψυχή. Ας μείνει, λοιπόν, στο βάθος.

Προτιμώ την επιφάνεια. Εκεί γίνονται οι καλλιέργειες. Δεν μπορώ να αλλάξω τα

παιδικά μου χρόνια. Μπορώ να αλλάξω την τωρινή μου ματιά. Μπορώ να παλέψω με

το στερεότυπο που εμφανίζεται στο μυαλό μου μόλις δω τον ξένο, τον φτωχό, τον

έτσι, τον μαύρο, τον Αλβανό, τον αλλιώς, τον κλέφτη. Έχει περισσότερο

ενδιαφέρον να παλεύω με τα σκοτεινά συναισθήματα που προβάλλουν τα στερημένα

παιδικά μου χρόνια – γιατί στερημένα μεγαλώσαμε μέσα στην ψεύτικη ομοιομορφία

της χούντας – από το να βυθίζομαι μαζί τους όλο και πιο κάτω στον ρατσισμό και

την αντιπάθεια και το μίσος και την αγοραφοβία και την προκατάληψη. Οι ξένοι

που ήρθαν δεν πλούτισαν μόνο τη γειτονιά με την παρουσία τους, τα ασφαλιστικά

ταμεία με τις εισφορές τους, τα μενού με τις σπεσιαλιτέ τους και τα σχολεία

μας με τα παιδιά τους. Πλούτισαν τις έννοιες, τις αντιλήψεις μας, τον διάλογο

με τον εαυτό μας.