Κάθε ανέβασμα του «Άμλετ» αξίζει μεγάλης προσοχής. Πόσο μάλλον όταν γίνεται

στο Εθνικό Θέατρο από έναν βετεράνο σκηνοθέτη και έναν ηθοποιό της νέας

γενιάς. Μένει να δούμε αν ο Μιχάλης Κακογιάννης, που πιστεύει στο έργο, είναι

στις καλές του στιγμές, κι αν ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ένα ταλαντούχο παιδί

με πολλές ευχέρειες, έχει αρθεί στο ύφος του ρόλου. H αποφθεγματική φράση του

Άρθουρ Μίλερ «ο ρόλος του Άμλετ εξαφανίζει το έργο» δείχνει τη σημασία του

ερμηνευτή.

«Μυθικός ρόλος. Σκέψου ότι στα καμαρίνια κυκλοφορεί παραδοσιακά η ευχή: «Άντε

και του χρόνου Άμλετ». Επαγγελματικά, βρίσκομαι στη στιγμή που μπορώ να

χειριστώ σε βάθος ένα ρόλο με τεράστιες απαιτήσεις. Ξέρω ότι δεν θα μου δοθεί

άλλη ευκαιρία να ξαναπαίξω τον Άμλετ – θα είμαι αρκετά μεγάλος πια – και ξέρω

πως κάποια πράγματα θα τα χάσω».

Στο παρασκήνιο της ανάθεσης του ρόλου του Άμλετ γράφτηκε και κουβεντιάστηκε

πως δεν ήταν η πρώτη επιλογή του σκηνοθέτη. Ο ίδιος το σχολιάζει συνετά:

«Το θέμα δεν είναι η σειρά προτεραιότητας στην υποψηφιότητα, αλλά εφόσον

πάρεις τον ρόλο, αν θα τα καταφέρεις. Τα πράγματα κερδίζονται εκ του

αποτελέσματος. Πάντως και όγδοη επιλογή να ήμουν, θα το δεχόμουν με την ίδια

ταραχή και χαρά. Είναι πολύ τιμητικό που θα παίξω τον Άμλετ, στο Εθνικό, με

σκηνοθέτη τον Κακογιάννη και δεν θα μου περνούσε από το μυαλό μιά άρνηση».

Στην ιστορία του θεάτρου έχει δημιουργηθεί μιά μυθική αλυσίδα σπουδαίων

ερμηνειών και προσεγγίσεων του Άμλετ. Μελαγχολικός, αναποφάσιστος, με μητρικό

σύνδρομο, σύγχρονος, γυμνός ή με μπλουτζίν κ.λπ. Ο δικός του Άμλετ πού

εστιάζει;

«Σε όλα, εκτός από τους εξωτερικούς εκσυγχρονισμούς. Ο δικός μας Άμλετ είναι

μια παράσταση μεγάλου θεάτρου, κλασική, στυλιζαρισμένη με νόμους και φόρμες

που ορίζονται από το κείμενο. H πρόκληση είναι πώς μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο

μπορεί να είσαι σύγχρονος, δηλαδή ειλικρινής. Οι παγίδες του ρόλου είναι

πολλές. H έκτασή του, η βαθύτητα του περιεχομένου, οι σκηνικές συμπεριφορές

του, ακόμα και η σύγκριση με άλλους, μπορεί να σε οδηγήσει να θέλεις να τον

αντιμετωπίσεις καινοτόμα. Νόμιμο μεν, αλλά μικραίνει το μέγεθος. Στη

σκηνοθεσία του Κακογιάννη δεν χωράνε καθημερινότητες, μικρές κινήσεις, καθώς

απαλλαγμένη από τον ρεαλισμό απαιτεί την αυστηρότητα, την υποβλητικότητα και

την καθαρότητα του λόγου – στη δική του μετάφραση. Όπως και να αντιμετωπίσεις

τον «Άμλετ», θα είναι πάντα μιά ποιητική τραγωδία, μιά τραγωδία της νεότητας,

που δεν γηράσκει από την επαφή με τον κόσμο. Κι εδώ είναι το δικό μας

στοίχημα. Να επικοινωνήσει η παράσταση με το κοινό».

Για την προσωπική του σκηνική προσέγγιση, λέει: «Έπρεπε να αντιμετωπίσω σοβαρά

ένα δικό μου πρόβλημα, που έχει να κάνει, θα το ομολογήσω, με μιά

επιδειξιμανία. Ο Κακογιάννης έβαλε φρένο. Με βοήθησε να πετάξω τις ευκολίες

μου, την αγωνία π.χ. πώς θα πω πρωτότυπα τη μυθική φράση «Να ζει κανείς ή να

μη ζει;». Μου ζήτησε να μην αντιμετωπίσω τη δουλειά μου σαν ένα δρόμο μετ’

εμποδίων για να πάρω το έπαθλο. Ο ρόλος σού δίνει πολλές ευκαιρίες να τον

χειριστείς αλαζονικά. Κι ενώ είμαι φύσει ανταγωνιστικό και φιλόδοξο άτομο, εδώ

συνειδητοποίησα πως δεν είμαι εγώ στο κέντρο, είναι ο Άμλετ που γίνομαι.

Ελπίζω στην αμεσότητα και την ειλικρίνεια, όχι ως ένδειξη ενός χαμηλού προφίλ,

αλλά ως μιά τίμια αντιμετώπιση που μπορεί να είναι λαμπερή. Γι’ αυτό δεν είμαι

πανικόβλητος».

«Το ψέμα του θεάτρου είναι πιο ενδιαφέρον»

Ηθοποιός της καινούργιας γενιάς, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού

Θεάτρου (1991), ταλαντούχος, με προσωπική γοητεία, βλέμμα παραπονεμένο και

αγαπησιάρικο, με καλλιέργεια και μιά σειρά καλών και αμφιλεγόμενων

παραστάσεων, απέκτησε ενθουσιώδεις νέους και μεγαλύτερης ηλικίας θαυμαστές

αλλά και επικριτές. Για ορισμένους, είναι ένα καλό δείγμα στο λάιφ στάιλ της

εποχής μας.

«Τι σχέση έχω εγώ με το λάιφ στάιλ; Δεν με νοιάζουν οι επιταγές της μόδας.

Καλά-καλά δεν γνωρίζω τις μουσικές της εποχής μου. Δεν αντιπροσωπεύω και δεν

θέλω να αντιπροσωπεύω τίποτα και κανέναν στο λεγόμενο λάιφ στάιλ. Γιατί απλά,

δεν εφηύρα τον εαυτό μου. Δεν ακολουθώ καμία στρατηγική και δεν έχω ενοχή αν

αυτό που κάνω έχει λαϊκή αποδοχή. Είμαι ένας επαγγελματίας που ζω από τη

δουλειά μου, έχοντας συνειδητά αποφύγει τον κίνδυνο να γίνω ο εμπορικός

ηθοποιός της αγοράς. Μπαίνοντας στον κόσμο του θεάτρου διαπίστωσα, ότι υπάρχει

ένα ζωτικό ψεύδος που διαχωρίζει τους καλλιτέχνες σε σοβαρούς και ελαφρείς.

Επιδίωξή μου, και όλων των παιδιών της γενιάς μου, είναι να διεκδικήσουμε τη

δυνατότητα να είμαστε παραπάνω από ένα πράγματα. Προσπαθώ να δουλεύω

καλλιεργώντας τον εαυτό μου χωρίς να χάσω την παιδική, καλή διάθεση.

Απολαμβάνω τη χαρά της ζωής και της δουλειάς. Πιστεύω πως το ψέμα του θεάτρου

είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από την αλήθεια του. Υπάρχει κάτι στη ρίζα του που

προκαλεί βαθιά χαρά. Το ζήτημα είναι πώς το χειρίζεσαι».

INFO

Πρεμιέρα στις 7 Νοεμβρίου, στη «Σκηνή Κοτοπούλη – Ρεξ» (Πανεπιστημίου 48, τηλ.

210 – 3305074).