Περίληψη

H Αθηνά, η παλιά φιλόλογος της Τερέσα Αλμένδρος και αμετανόητη

κομμουνίστρια, της αποκαλύπτει ότι συμμετείχε ως αντάρτισσα στον Ελληνικό

Εμφύλιο και ότι υπήρξε ερωμένη του χαμένου πατέρα της. Για να ανακαλύψει τα

ίχνη του, θα πρέπει, της λέει, να βρει τον παλιό του συμμαθητή, τον Μάρκο. Στο

μεταξύ όμως ο Πρόεδρος Σαλιβέρι έχει βάλει χαφιέδες να την παρακολουθούν.

Στόχος του είναι να ανακαλύψει πρώτος πού κρύβεται ο παλιός συναγωνιστής του,

ο Ούγο Αλμένδρος, και να καταστρέψει τον μύθο του που είναι ακόμα ζωντανός στη

Λατινική Αμερική.

Να την, να τρέμει διστάζοντας, αν πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι ή όχι. (…)

Δεν είχε ξανάρθει να δει τη δασκάλα της ύστερα από κείνη την επίσκεψη με το

κατσαριδάκι. Ο Χουάν Μαρίνο καθόταν πλάι της τότε. H Τερέσα τον σύστησε με

καμάρι στη δασκάλα της, δίχως να πει πως είχαν αρραβωνιαστεί κρυφά, γιατί

πίστευε πως αυτό ήταν φανερό. Την είχε ενοχλήσει που είδε σκιές στο καθαρό

βλέμμα της λατρευτής φιλολόγου της. (…)

H πόρτα άνοιξε ξαφνικά. Και να, η Αθηνά, μ’ ένα απ’ τα μακριά της φορέματα,

ψηλή κι όμορφη όπως πάντα, λες και ντρεπόταν ο χρόνος ν’ αφήσει τα σημάδια του

απάνω της. (…)

«Θα χρειαστείς όλες σου τις δυνάμεις για ν’ ακούσεις αυτό που ‘χω να σου πω»,

της είπε προσκαλώντας την στο καθιστικό.(…)

H Αθηνά κάθησε πλάι στην Τερέσα (…) κι άρχισε να μιλά με τη φωνή που είχε

όταν δίδασκε, σαν να περιέγραφε ξεκάθαρα και συνοπτικά το θέμα που θα

πραγματευόταν. Αυτά τα τρία λευκώματα είναι τριών διαφορετικών προσώπων, της

Φρίντα, της Ναντέζντα και της Αθηνάς.

«Οι αδελφές σας;»

«Καλό μου παιδί, επίτρεψέ μου να σου ξαναμιλήσω με τα λόγια της θεάς που τ’

όνομά της πήρα στα είκοσι επτά μου χρόνια από έναν Τούρκο ποιητή. Θα σου πω

ακριβώς ό,τι λέει η Αθηνά στον Τηλέμαχο: Τι πια δεν σου ταιριάζει,

μωρό παιδί να φαίνεσαι, μικρός αφού δεν είσαι*. Πρέπει να με

καταλαβαίνεις, γιατί, αν κι είσαι από μερικές απόψεις αφελής σαν τον πατέρα

σου, ξέρω πως ανόητη δεν είσαι. Αν είσαι αληθινή θυγατέρα του Ούγο, που ξέρω

πως είσαι γιατί έχεις τα μάτια του, δεν μπορεί να ‘σαι ανόητη. Θα σου

επαναλάβω την ερώτηση: Κατάλαβες ποιες είναι η Φρίντα, η Ναντέζντα και η

Αθηνά;».

«Είπατε πως ονομαστήκατε Αθηνά στα είκοσι επτά, που σημαίνει πως δεν σας

δόθηκε αυτό τ’ όνομα όταν γεννηθήκατε. Μάλλον οι γονιοί σας σας έδωσαν τ’

όνομα Φρίντα, και τα κατοπινά τα πήρατε αργότερα, από διαφορετικούς ανθρώπους,

σαν το Αθηνά, που ‘πατε πως σας δόθηκε απ’ τον Ναζίμ Χικμέτ;».

«Εύγε! Ήξερες πως ο Τούρκος ποιητής ήταν ο Ναζίμ Χικμέτ».

«Ποιος άλλος θα μπορούσε να ‘ναι; Όποιος σπούδασε λογοτεχνία μαζί σας ξέρει τα

ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ απέξω κι ανακατωτά, όχι μονάχα την ισπανική τους

μετάφραση, αλλά και στα τουρκικά, γιατί τα ‘χει ακούσει ξανά και ξανά να τ’

απαγγέλλει ο ίδιος. Θυμάμαι ακόμα τη φράση σεν μουτλουλουγκούν ρεσμινί

γιαπαμπιλίρ μισίν Αμπιντίν απ’ το μακρύ ποίημα που ‘πατε πως ένα μέρος του

γράφτηκε στην Αβάνα το 1961».

«Ναι, ναι… το Σαμάν Σαρισίν… Γράφτηκε στην Αβάνα ένα μέρος του».

«Κι ήταν αυτός που σας έδωσε τ’ όνομα Ναντέζντα;».

«Όχι, βαφτίστηκα μονάχη μου έτσι, στον Εμφύλιο στην Ελλάδα, όταν ήμουν

αντάρτισσα!».

«Ήσασταν αντάρτισσα στην Ελλάδα; Αυτό παραείναι… Παραείναι πολλά όλα αυτά

για μια μέρα… Δεν τα χωρά ο νους μου… Δεν καταλαβαίνω πώς συνδέονται…

Δεν βγάζουν νόημα για μένα πια…».

«Άκου, παιδί μου. Είναι η δεύτερη φορά που το λέω και δεν θα το ξαναπώ: Τι

πια δεν σου ταιριάζει, μωρό παιδί να φαίνεσαι, μικρός αφού δεν

είσαι. Μπορώ να φανταστώ τι πέρασες σήμερα το πρωί. Ήσουν στο Προεδρικό

Μέγαρο κι εκείνο το κάθαρμα σου ‘πε πως πρέπει να βρεις τον πατέρα σου αν θες

να παντρευτείς το γιο του… Έχω δίκιο;».

H Τερέσα απέμεινε για μια στιγμή με το στόμα ανοιχτό, ύστερα όμως συνήλθε για

να μην τη μαλώσει η δασκάλα της ξανά.

«Ναι. Όμως, πώς το ξέρετε, αν επιτρέπεται;».

«Ο μανάβης απέναντι έσκασε μύτη μια ώρα προτού έρθεις, και κατάλαβα πως τον

είχε στείλει κείνο το ένστολο σκυλάκι του Σαλαβέρι, ο Φουέντες. Κατάλαβα πως

θα ‘ρχόσουν, γιατί ο Σαλαβέρι δεν είναι ανόητος και λογάριασε πως θα ερχόσουν

κατευθείαν σ’ εμένα. Έφερε λοιπόν με επιτυχία σε πέρας το σχέδιό του, να σε

κάνει να ερωτευθείς το γιο του κι έπειτα να σε χρησιμοποιήσει για να βρει τον

Ούγο, γιατί ξέρει πως εκείνοι που ξέρουν πού ‘ναι ο Ούγο δεν θα ‘λεγαν

κουβέντα στα σκυλιά του, αλλά θα ξανοιχτούν σ’ εσένα… Και τώρα, άκου με πολύ

προσεχτικά, γιατί θα σου πω πώς να βρεις τον πατέρα σου δίχως ν’ αφήσεις

εκείνο το κάθαρμα να τον βρει πριν από σένα. Με καταλαβαίνεις;». (…)

H Τερέσα κοίταξε τριγύρω στην κάμαρα, που σε όλη τη διάρκεια των γυμνασιακών

της χρόνων της φαινόταν οικεία. Σήμερα, ήταν σαν να πρόσεχε κάθε λεπτομέρεια

για πρώτη φορά. H ακουαρέλα του Λένιν, όπου διάβαζε γαλήνια ένα βιβλίο στο

πρωινό φως της Σουσένσκαγια, έδειχνε διαφορετική τώρα, γιατί η Αθηνά είχε πει

στην Τερέσα σε μια από τις προηγούμενες επισκέψεις της πως εκεί παντρεύτηκαν ο

Λένιν και η Ναντέζντα Κρούπσκαγια το 1898. H προσωπογραφία του Τρότσκι, από το

1930 στη νήσο Μπουγιουκάντα, που είχε τονίσει η Αθηνά πως το παλιό, ελληνικό

της όνομα ήταν Πρίγκιπος, έμοιαζε πιο θλιμμένη σήμερα, τώρα που για πρώτη φορά

στη ζωή της συνειδητοποιούσε η Τερέσα πως ο πατέρας της ήτανε μάλλον ζωντανός

αλλά επίσης και εξόριστος.

H Αθηνά γύρισε με δύο ποτήρια ουίσκι, με παγάκια να κουδουνίζουν και στα δυο.

Σήκωσε τα ποτήρια και με τα δυο της χέρια, κάνοντας πρόποση στον Λένιν και τον

Τρότσκι. «Στην υγειά τους και σ’ όλους τους εξόριστους. Σ’ αυτό θα πιούμε

τώρα».(…) Και άνοιξε το πρώτο λεύκωμα. Στην πρώτη σελίδα ήταν η φωτογραφία

μιας έπαυλης μ’ ένα Φορντ παρκαρισμένο μπροστά. Πλάι στ’ αμάξι ένα νεαρό

ζευγάρι πόζαρε γεμάτο καμάρι, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά της μητέρας.

«Ο πατέρας μου ήταν κυβερνήτης ετούτης της πόλης και η μητέρα μου κόρη ενός

ανθρώπου με ακίνητη περιουσία. Γεννήθηκα σε τούτο το σπίτι, ήμουν το πρώτο και

μοναδικό τους παιδί και βαφτίστηκα Ρόσα Κάρμεν Φρίντα Μπασοάλτο».

Το σπίτι φάνηκε γνώριμο στην Τερέσα. Της πήρε μια στιγμή για να καταλάβει

γιατί. «Μα, αυτό είναι το Προεδρικό Μέγαρο!», σχεδόν κραύγασε.

«Μεγάλωσα σε τούτο το σπίτι κι έμεινα εκεί μέχρι που αποφοίτησα απ’ το

πανεπιστήμιο, όπου σπούδασα ελληνική γλώσσα και μυθολογία», συνέχισε με

απόμακρη φωνή η Αθηνά. «Θα δεις πολλά ακόμα, που μπορεί να σε κλονίσουν, γι’

αυτό κράτα τις δυνάμεις σου».

H Αθηνά γύρισε τις σελίδες γοργά, γυρεύοντας κάτι συγκεκριμένο, και όταν το

βρήκε, σταμάτησε. «Να με ξανά, όταν ήμουν έξι, και το κορίτσι πίσω μου είναι η

θυγατέρα του κηπουρού, που αργότερα έγινε η πλύστρα της έπαυλης. Πρέπει να

‘ταν 1930. Κοίτα την προσεχτικά, γιατί σε μια δεκαετία θα γεννήσει κάποιον

γνωστό σου». H Αθηνά έκλεισε το λεύκωμα και σηκώθηκε για να βάλει κι άλλο

ποτό. «Θα σ’ απαλλάξω απ’ ολάκερη την ιστορία για το πόσο μισούσα τον πατέρα

μου και πόσο πόνο προξένησα στη μητέρα μου, για το πώς και το γιατί έγινα

κομμουνίστρια και το πώς κατέληξα αντάρτισσα στον Εμφύλιο στην Ελλάδα, γιατί

ξέρω πως για τη γενιά σου όλα ετούτα δεν έχουν κανένα νόημα. Ο κομμουνισμός,

όπως τον έχετε ακούσει εσείς, είναι ο Στάλιν ή το σιδηρούν παραπέτασμα, ένας

εφιάλτης με απολιθωμένα είδωλα και τεθωρακισμένα. Για μας ο κομμουνισμός ήταν

ακόμα σάρκα κι αίμα, όχι σίδερο και πέτρα. Ναι, ήμουν κομμουνίστρια και το

περηφανεύομαι ακόμα, αν και δεν ξέρω αν θα μπορούσα να μ’ αποκαλέσω έτσι πια.

Οι λέξεις είναι επίσης από σάρκα κι αίμα, κι αποκάμνουν και πεθαίνουν. Δεν

έχει νόημα ν’ απολιθώνεις πράματα θνητά».

H Αθηνά έπιασε το δεύτερο λεύκωμα, που είχε απλό εξώφυλλο από τραχύ καφετί

χαρτόνι. Δίστασε και τ’ άφησε δίχως να τ’ ανοίξει.

«Τα χρόνια του πολέμου κι όλοι οι σύντροφοι που χάσαμε… Γνώρισα τον πρώτο

μου έρωτα εκεί. Λεγόταν Ανταίος. Πρέπει να ‘χε καταλάβει πως ήμασταν

καταδικασμένοι να χάσουμε, πολύ νωρίτερα απ’ όλους εμάς». (…)

«Νόμιζα πως δεν είχατε ποτέ αγαπητικούς». (…)

«A! Είμαι ιδιότροπη, αυτό είναι αλήθεια. Γι’ αυτό έχω περάσει την περισσότερη

ζωή μου μονάχη. Όταν έχω όμως αγαπητικό, πίστεψέ με, είναι

αλησμόνητος».

«Όπως ο Ανταίος;».

«Όπως αυτός, όπως ο Ναζίμ… όπως ο Ούγο».

H Τερέσα τινάχτηκε όρθια.

«Μα, ο πατέρας μου ήταν τόσο νεώτερος από εσάς! Κι ήσασταν δασκάλα του…».

«Πιες ακόμα ένα ποτό, ηρέμησε κι άκου με».

«Δεν θέλω άλλο ποτό! Το μόνο που θέλω είναι να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου.

Κι ούτε θέλω ν’ ακούσω άλλα!».

H Τερέσα έβαλε τα κλάματα. Ήταν στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. H Αθηνά την

αγκάλιασε απαλά, χαϊδεύοντάς της την πλάτη σαν να ‘ταν μωρό. (…) Ναι, έχασε

την παρθενιά του μαζί της, και την αποκάλεσε «Αποκάλυψη» στον πρώτο τους

οργασμό, που ‘κανε ακόμα την Αθηνά να αναριγεί από τις μύτες των ποδιών της

μέχρι κάθε ξεχωριστή ρίζα των μαλλιών της. H λέξη «Αποκάλυψη» έγινε

συνθηματική ανάμεσά τους. (…) H Τερέσα τώρα έδειχνε καλύτερα, όμως ήταν

σχεδόν άλλος άνθρωπος από το κορίτσι εκείνου του ίδιου πρωινού, εκείνο τ’

αθώο, αφελές κορίτσι, που δίσταζε αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να χτυπήσει την

πόρτα.

«Πρέπει ν’ αποφασίσεις μονάχη αν θα κάνεις ή όχι αυτό το ταξίδι. Θυμήσου πως

όσα σου ‘πα πρέπει να μείνουν τελείως μεταξύ μας. Όχι πως δεν ξέρει ο Σαλαβέρι

το στοιχείο που θα σου δώσω. Μην ξεχνάς πως θα σ’ ακολουθήσουν όπου κι αν πας,

αλλά πως κανένας, ούτε ένας, που να ‘ταν τόσο κοντά στον Ούγο, ώστε να ξέρει

πού θα μπορούσε να ‘ναι τώρα, δεν θα πει σε κανέναν ό,τι θα φανερώσει σ’

εσένα».

H Αθηνά είπε στην Τερέσα πώς να βρει τον Μάρκος. Ύστερα αγκαλιάστηκαν, και η

Τερέσα κατέβηκε τα σκαλιά. Κι έπειτα γύρισε για να κάνει μια στερνή ερώτηση:

«Ποιος ήταν ο γιος της πλύστρας;».

«Αργά ή γρήγορα στο ταξίδι σου θα το μάθεις. Το νου σου στους μικροπωλητές και

σ’ όσους φορούν στολή».

…………….

* Ομήρου «Οδύσσεια» α, 296-7. Μετ.

Αργύρης Εφταλιώτης.

ΦΕΡΙΝΤΕ ΤΣΙΤΣΕΚΟΓΛΟΥ

Ποια είναι

H Φεριντέ Τσιτσέκογλου γεννήθηκε το 1951 στην Άγκυρα. Σπούδασε στις ΗΠΑ και

μετά την επιστροφή της στην Τουρκία φυλακίστηκε για τέσσερα χρόνια, ώς το

1984, από τη δικτατορία του Εβρέν. H παραμονή της στη φυλακή την ενέπνευσε να

γράψει το πρώτο της μυθιστόρημα «Μην πυροβολείτε τον χαρταετό»

(ελληνική μετάφραση Στέλιου Ροΐδη, Εκδόσεις Καστανιώτη), που

γυρίστηκε ταινία και πήρε βραβείο σεναρίου στην Τουρκία και τις Κάννες. Έκτοτε

έχει γράψει σενάρια, εκ των οποίων το «Ταξίδι της Ελπίδας» πήρε το

Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας το 1991.


Το μυθιστόρημα «H άλλη μεριά του νερού» (ελληνική μετάφραση Στέλιου

Ροΐδη, Εκδόσεις Καστανιώτη) έχει γίνει ταινία ενώ έχει τιμηθεί και με

βραβείο «Ιπεκτσί».