Όσο και αν αυτή η διαθήκη ζητούσε τις κάμερες, αυτές οφείλουν να σεβαστούν τα

όρια της προσωπικής ζωής

Ένα σημείωμα σε μαθητικό λεύκωμα, αναμνήσεις με την γλύκα του χρόνου και την

πίκρα της απουσίας, όλα εκεί, στους τηλεοπτικούς προβολείς, που καταβροχθίζουν

βουλιμικά την ανέλπιστη προσφορά που τους έγινε, μια αυτοκτονία που τους

προσκαλούσε να τη φωτίσουν. Το σημείωμα στο λεύκωμα ήταν της Ρουμπίνης Σταθέα

και διαβάστηκε από συμμαθήτριά της στο «Εν λευκώ» (Alpha, 16/10).

Με άλλοθι τα «αναπάντητα ερωτηματικά» που άφησε η αυτοκτονία τής Ρουμπίνης

Σταθέα, λες και θα μπορούσαν ποτέ να απαντηθούν όσα σκοτεινά «γιατί» κουβαλάει

κάθε ανθρώπινη ψυχή. Μόνο που η συγκεκριμένη προσφέρθηκε στο θέαμα. Για μια

μεταθανάτια απ’ ευθείας μετάδοση της αγωνιώδους πορείας της. Συμβαίνει ακριβώς

αυτό που δεν μπορούσε να μην διαγνωστεί από την πρώτη στιγμή, πως η αυτοκτονία

της Ρουμπίνης Σταθέα είναι μιντιακό γεγονός, το επιδίωξε να είναι.

Μόνο που η μεγαλύτερη τραγωδία για κάποιον που δεν βρίσκεται στη ζωή, είναι η

ανεξέλεγκτη, η αδιάκριτη προσέγγιση οποιουδήποτε στον αλλοτινό «προσωπικό»

χώρο. Το πρόσωπο δεν υπάρχει πια, το υποκείμενο αυτοκαταργήθηκε και η

τελευταία του απόφαση ως τέτοιο, ήταν να καταστεί μετά θάνατον αντικείμενο.

Των μίντια, της περιέργειας που εκείνα εξάπτουν για να ικανοποιήσουν κατόπιν

με τις σκηνοθεσίες τους.

Στον πολιτισμό του θεάματος τίποτε δεν θεωρείται τόσο πολύτιμο για

κατανάλωση όσο ένας θεαματικός θάνατος. Είναι συγκλονιστικός ο κυνισμός των

κανόνων του περιοδικού «People» για το πώς πρέπει να επιλέγονται τα θέματα που

θα κάνουν επιτυχία: «Οι νέοι είναι προτιμότεροι από τους γέρους. Οι ωραίοι από

τους άσχημους. Οι πλούσιοι από τους φτωχούς. H τηλεόραση είναι καλύτερη από τη

μουσική. H μουσική καλύτερη από το σινεμά. Το σινεμά καλύτερο από τα σπορ.

Οτιδήποτε είναι καλύτερο από την πολιτική. Και τίποτε δεν είναι καλύτερο από

τον θάνατο μιας διασημότητας».

H Ρουμπίνη Σταθέα δεν ήταν διασημότητα. Έγινε μετά θάνατον. Για την ακρίβεια

ταυτοχρόνως. Οι μιντιακές αντιδράσεις, το τελετουργικό που ακολουθείται είναι

καθιερωμένο. Και αυτή τη φορά υπάρχει η πλήρης νομιμοποίησή του από την ίδια

την αυτόχειρα. Ένα μοναδικό γεγονός στην μιντιακή ιστορία.

Ακριβώς στην εποχή που έχει καταργηθεί εκείνο το αίσθημα της ντροπής για την

έκθεση του προσωπικού, στην εποχή που το ιδιωτικό ταυτίζεται με το δημόσιο, η

ελληνική τηλεόραση αντιμετωπίζει την πιο εκρηκτική στιγμή της ταύτισης με τον

πιο μακάβριο τρόπο.

Ένα μαθητικό λεύκωμα που γράφεται από την παρέα των γυμνασιοκόριτσων

μπορεί να αποτελεί μια συγκινητική μαρτυρία την στιγμή του αποχαιρετισμού,

όταν οι οικείοι, οι αγαπημένοι αποζητούν το δάκρυ για να εκτονωθούν και να

τιμήσουν, αλλά δεν μπορεί να διαβάζεται για όλο το τηλεοπτικό κοινό, που εκτός

από το στιγμιαίο ρίγος της εκβιαστικής συγκίνησης κανένα βαθύ συναίσθημα δεν

μπορεί να έχει.

Ήταν ο λόγος που ο Φρόιντ κατέστρεψε σημειώσεις και γραπτά του σε

σημείο που να χαθούν πολύτιμες πληροφορίες για τις έρευνές του, ο ίδιος λόγος

που έκανε τον Κάφκα να ζητήσει από τον Μπροντ να καταστρέψει μετά τον θάνατό

του την δική του αλληλογραφία, κάτι που εκείνος δεν έκανε και δημοσίευσε

τελικώς τα πάντα προδίδοντας την θέληση του φίλου του.

Σε μια τηλεόραση που βασίζεται πλέον στην γαργαλιστική αποκάλυψη κάθε

ιδιωτικού, κάθε προσωπικού χώρου, μοιάζει με παρωχημένο κώδικα τιμής αυτός ο

σεβασμός στη μνήμη με την σιωπή για τα προσωπικά τουλάχιστον ζητήματα.

Ακόμη όμως και αν οι κάμερες προσκλήθηκαν με την σκηνοθεσία τών μετά

την αυτοκτονία αποκαλύψεων – επιστολές κ.λπ. – υπάρχουν όρια σεβασμού που τα

οφείλουμε στις αξίες του πολιτισμού, στον αληθινό πόνο των συγγενών, όσο και

αν εκείνοι μπορεί να μην το αντιλαμβάνονται. Ήταν μια αυτοκτονία που έγινε για

την δημοσιότητα, που προσφέρθηκε στη δημοσιότητα. Μόνο που οι όροι της οδηγούν

το βλέμμα στις λεπτομέρειες, στην κατανάλωση των στιγμών. Και όσο πιο δυνατό

είναι το φως των προβολέων στις λεπτομέρειες, τόσο το ουσιαστικό παραμένει

καλοκρυμμένο στη σκιά, που γίνεται βαρύτερη με την συγκίνηση.