O Αρμπάν, ο Γιώργος και ο Έμιας δεν γεννήθηκαν στην ίδια πόλη. Ούτε στην ίδια

χώρα. Ο Αρμπάν γεννήθηκε στην Αλβανία, ο Γιώργος στην Ελλάδα και ο Έμιας στη

Ζιμπάμπουε. Ο Αρμπάν και ο Έμιας ακολούθησαν σε πολύ μικρή ηλικία τους γονείς

τους που μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Έτσι η τύχη – όπως συμβαίνει συνήθως στα

ανθρώπινα – το έφερε να ζουν σήμερα και οι τρεις στην Αθήνα. Όπου γνωρίστηκαν

τυχαία σε ένα κλαμπ με ραπ μουσική. Σε ένα από αυτά τα στέκια όπου συχνάζουν

οι έφηβοι από όλες τις εθνικότητες. Διότι η μουσική που όλο και περισσότερο

συναρπάζει τους έφηβους μετανάστες είναι η ραπ. Όχι απλώς την

ακούνε, αλλά οργανώνονται σε συγκροτήματα που πολλαπλασιάζονται κάθε μέρα.

Κάτι αξιοσημείωτο: περίπου όλα τα συγκροτήματα είναι «μεικτά». Τους νέους

ράπερ δεν τους έλκει η «εθνική καθαρότητα». Έλληνες, Αφρικανοί, Αλβανοί,

Σέρβοι, Πολωνοί, Ρώσοι, Φιλιππινέζοι, Βούλγαροι σμίγουν μαζί και «ραπάρουν».

Μερικές φορές σε πολλές γλώσσες ταυτόχρονα… Όπως λέει και ο Έμιας «η ραπ

γκρεμίζει τα σύνορα ανάμεσα στα χρώματα, τις φυλές, τις γλώσσες, τις

νοοτροπίες. Οι νέοι μετανάστες την αγαπούν, γιατί τους χωρά όλους»…

***

Ιδού λοιπόν μια νέα πραγματικότητα που αφορά τον πολύ ευαίσθητο (και,

δυστυχώς, εντελώς παραμελημένο) χώρο της δεύτερης γενιάς μεταναστών. Εάν

μιλήσει κανείς μαζί τους θα καταλάβει ότι πρόκειται για μια γενιά που

διαμορφώνει τη δικιά της κουλτούρα και νοοτροπία. Που διαφέρει σε αρκετά

σημεία από εκείνη των γονέων τους. Διαφέρει στον τρόπο που αντιλαμβάνονται το

μέλλον τους στην Ελλάδα και τη θέση τους στην κοινωνία. Τον τρόπο που

διαμορφώνουν και «διαπραγματεύονται» την ταυτότητά τους, τον τρόπο που βιώνουν

το γεγονός ότι είναι μετανάστες. Αυτοπροσδιορίζονται ατομικά και όχι από την

καταγωγή τους. H βασική διαφορά είναι ότι δεν νιώθουν «ξένοι». Ακριβέστερα,

δεν θέλουν, δεν δέχονται να τους θεωρούν «ξένους». Παραξενεύονται που

χρειάζονται άδεια να παραμείνουν σε έναν τόπο που μεγάλωσαν και συνεπώς τον

νιώθουν δικό τους. Και αγανακτούν που αυτή η επιβεβλημένη «νεύρωση παραμονής»

είναι χωρίς «ημερομηνία λήξης». Γι’ αυτά (και άλλα) μιλούν οι στοίχοι των νέων

ράπερ. Πιστεύω πως είναι καλά να αρχίσουμε να τους ακούμε. Και είναι καιρός να

ανοίξει μια σοβαρή δημόσια συζήτηση για το μέλλον της δεύτερης γενιάς

μεταναστών…

***

ΥΓ: Από τον Αρμπάν, τον Γιώργο και τον Έμια ζήτησα να μου πουν μια

«καθημερινή» ιστορία. «Θα σου πω εγώ μία», είπε ο Γιώργος. «Ένα βράδυ

βρισκόμασταν στο αυτοκίνητό μου εγώ, ο Αρμπάν και ο Έμιας. Είχαμε σταματήσει

σε μια γωνιά του δρόμου στα Κάτω Πατήσια και ακούγαμε ραπ μουσική. Ο Έμιας μας

διηγήθηκε το τελευταίο ανέκδοτο που είχε μάθει: «Σ’ ένα αυτοκίνητο βρίσκονται

ένας Αλβανός, ένας Πακιστανός και ένας Αφρικανός. Ποιος οδηγάει το αυτοκίνητο;

H απάντηση είναι: η Αστυνομία…». Πράγματι, σε δέκα λεπτά ένα περιπολικό της

Αστυνομίας σταματάει κοντά μας. Οι αστυνομικοί αφού τσέκαραν τα χαρτιά μας μάς

είπαν να τους ακολουθήσουμε στο Τμήμα για περαιτέρω «εξακρίβωση στοιχείων»…

Εκεί μας έκαναν σωματικό έλεγχο και μας ξεβράκωσαν κυριολεκτικά… Εμένα μου

έλεγαν: «Εσύ τι θέλεις με αυτούς ρε;». Μετά μας έβαλαν στο κελί και μας είπαν:

«Θα περιμένετε εδώ μέχρι να εξακριβώσουμε τα στοιχεία σας». Εκεί άρχισα να

καταλαίνω κάπως τη θέση των μεταναστών… Κάτι καλό πάντως προέκυψε από αυτή

την ιστορία. Στις έξι ώρες που περιμέναμε στο κελί φτιάξαμε ένα κομμάτι με τον

τίτλο «Ρήμα στο Τμήμα«…». Ο Αρμπάν, ο Γιώργος και ο Έμιας ελπίζουν να

το «ραπάρουν» μαζί. Εφόσον βέβαια ανανεωθούν οι άδειες παραμονής του Αρμπάν

και του Έμια…

Ο Γκαζμέντ Καπλάνι είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος