H οθόνη χωρίζεται σε δύο φέτες. Στο σινεμά (ανεξαρτήτως είδους, χώρας,

παραγωγής, ονομάτων) και στους άλλους. Ο Πασκάλ Μπονιτζέρ – της πρώτης φέτας

και από τα φωτεινότερα μυαλά της ευρωπαϊκής κουλτούρας – με το «Petites

coupures» («Μικρές πληγές») παραδίδει συμπυκνωμένα μαθήματα ταχύτατης

διδασκαλίας της κινηματογραφικής γλώσσας. Ως εξής:

Σημείο ένα: H ιστορία είναι προσωπική. Πρέπει. Έτσι, το βλέμμα, το

μυαλό και η καρδιά του θεατή επικεντρώνονται στον δραματουργικό άξονα. Έτσι, η

αφήγηση έχει κέντρο βάρους κι έτσι το όχημα δεν ντελαπάρει στις απότομες

στροφές.

Σημείο δύο: Ο ήρωας δεν είναι κακός ούτε καλός (οι ηθικές κατηγορίες

λειτουργούν ως κουτιά και οι σχηματικές ιστορίες μετατρέπουν την ταινία σε

κονσέρβα). Επομένως, το βλέμμα του θεατή ακολουθεί το βλέμμα του σκηνοθέτη

(δηλαδή τον ήρωα), αλλά την ίδια στιγμή δεν ταυτίζεται μ’ αυτόν. Στοιχειώδες.

H σχέση είναι ολίγον χαλαρή, πράγμα που επιτρέπει να αερίζεται με δικές μας

σκέψεις το μυαλό μας.

Σημείο τρία: Το στόρι εξωτερικώς ακολουθεί ευκρινέστατη, ερωτική,

πορεία. Με άλλα λόγια, ένας σκεπτόμενος, αγχωμένος, ανασφαλής, εγωκεντρικός

τύπος μετακινείται διαρκώς από τη μία στην άλλη. Τη στιγμή που αποχαιρετάει

την πρώτη, την πέφτει στη δεύτερη. Ποιος είναι;

Σημείο τέσσερα: Αυτή η εξωτερική πορεία συμπληρώνεται από μία δεύτερη,

λιγότερο ορατή (στη γλώσσα της σημειολογίας το λένε «επίπεδο», αλλά το

αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι). Αν προσέξουμε τα λόγια του (ας πούμε «η

νύχτα τελειώνει και σε λίγο θα βγει το φως της μέρας»), τους φίλους του και τα

ιδεολογικά πιστεύω του, τα οποία μπαινοβγαίνουν διακριτικώς και εναερίως,

καταλαβαίνουμε πως είναι αριστερός και πως η συνείδησή του διαψεύστηκε και

πληγώθηκε από την κατεδάφιση του Τείχους.

«

Μικρές πληγές». Αριστερή ανασφάλεια εκτός ορίων. Ο Ντανιέλ Οτέιγ, αν και

ερωτευμένος με την Κριστίν Σκοτ Τόμας (στο βάθος να κοιτάει), επιβεβαιώνεται

φιλώντας μια άλλη!

Σημείο πέντε: Αν συσχετίσουμε την υπαρξιακή του ανασφάλεια με την

πληγωμένη ιδεολογία του, τότε καταλαβαίνουμε πως η ερωτική συμπεριφορά του και

ο μετέωρος, επιπόλαιος, χαρακτήρας του είναι συμπτώματα της θρυμματισμένης

ραχοκοκαλιάς του. Με άλλα λόγια, πράγμα οικείο και κατανοητό απ’ όλους, χωρίς

κέντρο βάρους (ιδεολογίας, κατεύθυνσης και προσανατολισμού) ο άνθρωπος είναι

βάρκα χωρίς πυξίδα. Επομένως, αν και αριστερό, στο βάθος το στίγμα είναι

ανθρωποκεντρικό και συμπαντικό.

Σημείο έξι: Την ίδια επαγωγική κλιμάκωση ακολουθεί και ο περιβάλλων

χώρος. Ο κόσμος του ήρωα είναι μικρός, κλειστός και σκοτεινός. Σαν προέκταση

του εσωτερικού κελιού του. Ένας μικρόκοσμος κάποιων «φίλων», ευκατάστατων

«συντρόφων» και προνομιούχων, τυχαίων, γνωριμιών. Και το καλύτερο; H

μετακίνηση από τον έναν στον άλλον και μετά στον τρίτο, στον τέταρτο (κ.ο.κ)

ακολουθεί την ίδια άναρχη, ασύμμετρη διαδρομή με την ερωτική επιπολαιότητά του

ήρωά μας.

Σημείο εφτά: Οι κλειδώσεις της Ιστορίας αποτελούνται από μια αλληλουχία

συναντήσεων με δύο κοινά χαρακτηριστικά. Τίποτα δεν πραγματώνεται και τίποτα

δεν ολοκληρώνεται. Ένας κύκλος χωρίς αρχή, μέση, τέλος. Σα να τρέχουν όλοι και

όλες γύρω από τον άξονά τους για να δαγκώσουν την ουρά τους.

Σημείο οκτώ: Οι περιβαλλοντικές συνθήκες ακολουθούν – για να

υπογραμμίσουν – την τροχιά του κύκλου. Αυτή η μικρή, ασήμαντη, προσωπική

περιπέτεια αρχίζει το πρωί, κορυφώνεται τη νύχτα, αποφορτίζεται το άλλο πρωί,

φορτίζεται το μεσημέρι κ.ο.κ

Σημείο εννιά: Έτσι, όλα τα θεμελιακά στοιχεία λειτουργούν σαν

παράλληλες σωλήνες ενός υδραγωγείου που τροφοδοτείται από την ίδια πηγή. Και

το καλύτερο; Όσο η δομή της αφήγησης κορυφώνεται (ολοκληρώνεται) τόσο ο

χαρακτήρας του ήρωα αποδομείται και συντρίβεται. Μια αντιστροφή που μας

παραπέμπει στον αυτοσχεδιασμό της τζαζ. Δηλαδή, όσο καλύτερα οργανωμένος και

προετοιμασμένος είναι ο μουσικός τόσο πιο δημιουργικά αυτοσχεδιάζει.

Προϋπόθεση της αποδόμησης (της αποσύνθεσης) είναι η σύνθεση. Σωστό;

Σημείο δέκα: Αν τώρα επιχειρήσουμε να διαγνώσουμε το ονοματολόγιο των

επιρροών του Μπονιτζέρ (τα πολιτισμικά σημεία αναφοράς του), θα διακρίνουμε:

Την αποστασιοποιημένη και ειρωνική παρατηρητικότητα του Μπαλζάκ, την μετέωρη

τροχιά που διαγράφουν οι χαρακτήρες του Τσέχωφ και τον σουρεαλιστικό εφιάλτη

του Κάφκα.

Και τα δέκα αυτά σημεία (που λειτουργούν σαν πατρόν σε όλες τις ταινίες)

καταλήγουν στο εξής δυσεύρετο ζητούμενο: επαγωγική κλιμάκωση, αφηγηματική

πυκνότητα, σκηνοθετική συμπύκνωση. Από το έλασσον στο μείζον, από το άτομο

στον κόσμο, από τον έρωτα στην ιδεολογία και από τη μέρα στη νύχτα. Αν σ’

αυτές τις σπάνιες αρετές αθροίσουμε την εξαιρετική επιλογή στο καστ – με τον

Ντανιέλ Οτέιγ σε ρόλο κλασικού σέντερ φορ που βάζει γκολ με το μετέωρο βλέμμα

του – τότε η έκπληξη απ’ αυτό το κρυφό χαρτί του γαλλικού κινηματογράφου είναι

πιο μεγάλη. Μια έκπληξη που αφιερώνεται εξαιρετικώς στις μετέωρες σκιές της

σημερινής μετεωρίζουσας Αριστεράς. Αλλά πού θα πάει. Κάθε νύχτα εγκυμονεί τη

μέρα!


Για όλους φταίει ο παππούς και ο… Φρόυντ

Από εδώ και κάτω (πολύ κάτω από τις «Μικρές πληγές» του Μπονιτζέρ και πολύ

περισσότερο από το «Cries and whispers» του Μπέργκμαν) αρχίζει το «ναι μεν,

αλλά». Στο τέλος μάλιστα, με τις τελευταίες του πάτου, προκαλείται κατάρρευση.

Παράδειγμα «ναι μεν, αλλά» το ντοκουμέντο των Αυστριακών Αντρέ Χέλερ και Ότμαρ

Σμίντερερ «Σκοτεινό σημείο: H γραμματέας του Χίτλερ». Όπου επί ενενήντα λεπτά

της ώρας η φράου Τράουντλ Γιούνγκε (μακαρίτισσα από τον Φεβρουάριο) γραμματέας

του λιλιπούτιου Αδόλφου από το 1942 μέχρι το τέλος του εξαντλείται και μας

εξαντλεί, δικαιολογώντας τα αδικαιολόγητα. Πως δηλαδή ήταν παιδούλα, δεν είχε

ακούσει τίποτα και εκτός των άλλων μεγάλωσε σε αυταρχικό και δεσποτικό

περιβάλλον. Περίπου για όλα φταίει ο πατέρας, ο παππούς και ο… Φρόυντ.


«Σκοτεινό σημείο: H γραμματέας του Χίτλερ». H 81χρονη γραμματεύς φράου

Τράουντλ Γιούνγκε έζησε 58 χρόνια περισσότερο από τον προϊστάμενό της Αδόλφο

Χίτλερ!

Κάπου μισή ώρα πριν από το φινάλε, με τις τελευταίες μέρες του ανθρωπόμορφου

κτήνους και των άλλων κανίβαλων, ξεφεύγει από την πληκτική διεκπεραίωση και με

κατακόκκινα από τη συγκίνηση μάγουλα αρχίζει να περιγράφει σκηνές του πιο

νοσηρού, ανατριχιαστικού και εντελώς αληθινού έργου που έχει ζήσε η

ανθρωπότητα. Κατάληξη; E, δεν θα το πιστέψετε. Αυτή η γραία που έφυγε πλήρης

ημερών, αντιλήφθηκε το λάθος της μία ημέρα πριν από τον θάνατό της!

Τηλεφώνησε, λέει, στους σκηνοθέτες και με ειλικρινή συγκίνηση ομολόγησε: «Τώρα

κατάλαβα τι έκανα και ελπίζω ο Θεός να με συγχωρέσει». Το συμπέρασμα είναι

τριπλό: α) Το ντοκιμαντέρ έχει αποκλειστική χρήση ιστορική και κάπως

τηλεοπτική. β) Οι περισσότεροι της Γερμανίας του ’30 και του ’40 ούτε άκουσαν

μα ούτε είδαν τίποτα (για όλα φταίει ο… διαιτητής Αδόλφος). Και γ) Όλοι, μα

όλοι, ακόμα και ο Χίτλερ αν ζούσε, στα βαθιά μας γεράματα ζητάμε συγγνώμη από

τον Μεγαλοδύναμο. Όχι φυσικά από τύψεις, αλλά από εγωισμό: Λες να υπάρχει

Θεός;



Τσέχωφ με μορφή Μπέργκμαν

Δεν είναι ταινία αλλά… κουαρτέτο εγχόρδων που παίζει ψιθυριστή μουσική σε

κατακόκκινο φόντο. Το «Viskningar och rop» («Κραυγές και ψίθυροι») είναι το

πιο τσεχωφικό και χαμηλόφωνο… θωρηκτό του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν! Ο καλύτερος

ήχος στον κινηματογράφο είναι η σιωπή!

Ύστερα από 31 χρόνια ξανασυναντάς την πρωτοπορία. Γιατί όσο θα αντέχει η

πεμπτουσία του μινιμαλισμού, άλλο τόσο θα υπάρχει ο Μπέργκμαν: Τρεις αδερφές

φορούν κομμάτια από το ίδιο φόρεμα (οικογένεια) και ζουν κάτω από την ίδια

στέγη (κοινωνία), ενώ το πρόβλημά τους αντικατοπτρίζεται στις τρεις όψεις του

ίδιου καθρέφτη (κοινωνική τάξη). Ημιθανής η μικρότερη και ευαίσθητη, στα

πρόθυρα αυτοκτονίας η μεγαλύτερη, επιπόλαιη και άπιστη η τρίτη. Ομφάλιος λώρος

και των τριών ο θάνατος. H μικρή από αρρώστια, η μεγαλύτερη φλερτάρει με τον

θάνατο και η τρίτη με τον άστατο χαρακτήρα της προκαλεί στον άντρα της τάσεις

αυτοκτονίας. Το μοναδικό πρόσωπο που μεταγγίζει ελάχιστες σταγόνες στοργής,

αγάπης, φροντίδας και ανάσας είναι η πιστή (υπηρέτρια) Άννα. Απίστευτο. Ο

επιθανάτιος ρόγχος της Αγκνιές (της μικρής) κολλάει προσωρινώς τα κομμάτια του

θρυμματισμένου καθρέφτη. Μετά τον θάνατό της, οι δύο αδελφές με τους συζύγους

της διαμοιράζουν τα ιμάτιά της, δείχνουν τη γενναιοδωρία τους προσφέροντας

στην Άννα μερικά φραγκοδίφραγκα, φοράνε το καπέλο τους και κλείνουν την πόρτα.

Ο θάνατος του συγκεκριμένου ατόμου, λέει ο Μπέργκμαν, δεν είναι τίποτε άλλο,

παρά ο προάγγελος ενός κοινωνικού τάφου.

«Κραυγές και ψίθυροι». Δύο από τα τρία «όργανα της ορχήστρας του Μπέργκμαν:

Ίνγκριντ Τούλιν – Λιβ Ούλμαν

Απόδειξη η νεκροφάνεια που… ηχεί εντός του αριστοκρατικού «κενοτάφιου».

Απόδειξη το κατακόκκινο χρώμα στους τοίχους, στις κουρτίνες και στα φορέματα

και που πλαγίως υποδηλώνει πως το ζωντανό αίμα έχει δραπετεύσει από τις φλέβες

των ενοίκων και έχει βάψει, ως διακοσμητικό, νεκρό στοιχείο, τον περιβάλλοντα

χώρο. Απόδειξη, τέλος, η ηχητική μπάντα. Δραματική και θανατερή. Από μόνη της

αποτελεί μια δεύτερη, παράλληλη, ταινία!

Μια μικρή συμφωνική ορχήστρα, αποτελούμενη από τα εξής όργανα: Ο επιθανάτιος

ρόγχος σε ρόλο τρομπέτας. Το κανονικό και στερεότυπο τικ τακ του ρολογιού σε

ρόλο γκρανκάσας πένθιμου εμβατηρίου. Το θρόισμα των φορεμάτων και των

κουρτινών σε ρόλο πιάνου. Και ο ήχος των βημάτων που πνίγεται στο παχύ χαλί σε

ρόλο… σιωπής. Συνιστώ στους σοβαρούς τεχνικούς (αλλά και σκηνοθέτες) του

ελληνικού κινηματογράφου να ακούσουν την ηχητική μπάντα καμιά δεκαριά φορές

για να αντιληφθούν τον τεράστιο και αναντικατάστατο ρόλο του μιξάζ στην Έβδομη

Τέχνη. Πράγμα που δηλώνει μεγαλοφώνως πως αυτός ο γιγαντιαίος Σουηδός σοφός

είχε τελειοποιήσει πριν από 31 χρόνια την πιο περιζήτητη τεχνική του σύγχρονου

κινηματογράφου. Μπροστά σ’ αυτή τη μικρή συμφωνική ορχήστρα φωνών,

αντικειμένων και σιωπής, όλες οι… XMZFRD (και δεν ξέρω πώς αλλιώς λέγονται)

πατέντες του Τζορτζ Λούκας και του Τζέιμς Κάμερον είναι απλώς γυαλισμένες

οδοντόβουρτσες!


Συνάντηση Ιράν με Αφγανιστάν

Διεθνής πατέντα. Με τέσσερις πέντε εβδομαδιαίως αμιγώς καλλιτεχνικές ταινίες,

η Αθήνα αναγορεύεται σε μητρόπολη της Έβδομης Τέχνης. Φανταστείτε πως

εξέρχονται ταυτοχρόνως το… Αφγανιστάν με το Ιράν. Τι να κάνουν τα γραφεία;

Διαμοιράζουν τα ιμάτιά μας. Πεντακόσια εισιτήρια για μένα, πεντακόσια για

σένα.

«Μητρική αγάπη» του Καμάλ Ταμπριζί από την Τεχεράνη: Ορφανό αγόρι

αρνείται να συμφιλιωθεί με τον θάνατο της μητέρας του και σαν βεντούζα κολλάει

στη φούστα μιας κοινωνικής λειτουργού. Για να κάμψει την αντίστασή της (και

για να μην επιστρέψει στο αναμορφωτήριο) προσφέρει απλόχερα την καρδιά του,

την ευαισθησία του και τα θελήματά του. Πάρε με, της λέει, είμαι ο άντρας του

σπιτιού. Πρωτόγονη αθωότητα, αφηγηματική απλότητα και ερμηνευτική

αυθεντικότητα. Με δεκάδες διεθνή βραβεία. Το αξίζει.


«Οσάμα». Ένα κορίτσι από το Αφγανιστάν έγινε αγόρι, για να αποφύγει την

μπούρκα των Ταλιμπάν

«Osama: Για μια θέση στον ήλιο» του Σεντίχ Μπάρμακ. Σενάριο, σκηνοθεσία

αλληθωρίζουν προς τη Δύση. Για όλα φταίνε οι Ταλιμπάν (ποιος τους

«τοποθέτησε»; εγώ;) και τσιμουδιά για την αμερικανική ταμπακέρα. Ο εφιάλτης

μιας μικρής, η οποία μεταμορφώνεται σε αγόρι, συλλαμβάνεται από Ταλιμπάν και

μαζί με άλλα αγόρια αποστέλλεται για αναδιαπαιδαγώγηση στα… γκουλάγκ. H μισή

ιστορία συγκινητική, αλλά το φόντο αλληθωρίζει προς τη Δύση.



Υποθαλάσσια και άλλα ναυάγια

Εννιά, ζωή να ‘χουν. Τουτέστιν ακόμα τέσσερις πρεμιέρες. Να τις εκατοστίσουμε!

«Φαντάσματα της Αβύσσου» («Ghosts of the Abyss») του Τζέιμς Κάμερον:

Παρέα με τον Μπιλ Πάξτον και ομάδα ναυτικών και ιστορικών βουτάει στον υγρό

τάφο χιλίων πεντακοσίων ψυχών. Ο «Τιτανικός» τον στοίχειωσε. Ό,τι πρέπει για

ναυαγο… λάγνους!

«H κόρη του αφεντικού» («My boss’s daughter») του Ντέιβιντ Ζούκερ: H

μεγάλη χαμένη ευκαιρία της μοναδικής κωμωδίας (αυτής της εβδομάδας). Ο Τέρενς

Σταμπ αναθέτει σε υπάλληλό του (Άστον Κούτσερ) τη φύλαξη της βίλας του, αλλά

εντός ολίγων λεπτών συντελείται αυτό που νεοελληνικώς λέμε «της τρελής».

«Τα κακά παιδιά II» («Bad boys ΙΙ») του Μάικλ Μπέι: Bad σενάριο, bad

σκηνοθεσία, bad ταινία. Επιπέδου βιντεοκλίπ και βιντεοταινίας. Κουρδισμένο στο

ίδιο μονότονο μοτίβο. Γουίλ Σμιθ και Μάρτιν Λόρενς μονομαχούν για το χειρότερο

acting των τελευταίων χρόνων. Όπως θα ‘λεγε και ο Σπάικ Λι, «είναι ντροπή για

τη φυλή μας».


«H κόρη του αφεντικού». Όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια

«Στη σκιά του Λεμμύ Κωσιόν» του Νίκου Ζερβού: Ένα πτώμα έξω από την

πόρτα επαναφέρει στο παιχνίδι έναν πρώην μπάτσο. Με πρωταγωνιστή τον Λάκη

Κομνηνό, με guest stars την Έλενα Ναθαναήλ και τον Σπύρο Φωκά και με παρτενέρ

τούς Αφροδίτη Αλ Σαλέχ, Κώστα Κακαβά, Μιχάλη Ιατρόπουλο, Βίκυ Χάρις και…

Βαγγέλη Ρωχάμη. Όπως το ακούσατε!



Τα Oscarτης εβδομάδας

Ταινίας: «Μικρές πληγές»

Σεναρίου: Πασκάλ Μπονιτζέρ (των «πληγών»)

Σκηνοθεσίας: Πασκάλ Μπονιτζέρ

Ανδρικού ρόλου: Ντανιέλ Οτέιγ (επίσης των «πληγών»)

Γυναικείου: Κριστίν Σκοτ Τόμας (των ίδιων «πληγών»)

Τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ: «H γραμματέας του Χίτλερ»

Εντυπώσεων: H… γραμματέας

Υποβρύχιας τεχνολογίας: «Φαντάσματα της Αβύσσου»

Αφγανιστάν: «Οσάμα» εναντίον Μπιν Λάντεν

Δακρύων: «Μητρική αγάπη» από Ιράν

Soundtrack: «Τα κακά παιδιά II»